Charles Mingus «The Lost Album From Ronnie Scott’s»: Δύο live σετ, που περιελαμβάνουν σχεδόν δυόμισι ώρες μουσικής
Στο βιβλίο «Tonight At Noon» η Sue Mingus, σύζυγος του Charles Mingus, λέει ότι «την άνοιξη του 1973 το τμήμα τζαζ της Columbia έπαψε να λειτουργεί, με μια σκανδαλώδη και απροσδόκητη απόφαση, η μόνη εξαίρεση ήταν για τον Μάιλς Ντέιβις. Το θετικό για τον Charles Mingus, μετά την απόλυσή του, ήταν ότι επέστρεψε στην Atlantic και ότι η Columbia παρέδωσε τις εκπληκτικές ταινίες που ηχογραφήθηκαν ζωντανά το φθινόπωρο του προηγούμενου έτους στο Ronnie Scott’s Club του Λονδίνου κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας που διήρκεσε μια εβδομάδα».
Μετά από πενήντα χρόνια και για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του Μίνγκους (έχουμε κάνει αφιέρωμα στο τεύχος hxosplus #33), οι ταινίες αυτές των ηχογραφήσεων ανακτήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε CD και βινύλια με την ονομασία «The Lost Album From Ronnie Scott’s».
Στον δίσκο «The Lost Album From Ronnie Scott’s» έχουμε δύο live σετ, που περιελαμβάνουν σχεδόν δυόμισι ώρες μουσικής. Ηχογραφήθηκαν επαγγελματικά σε κασέτες 8 track μέσω του κινητού στούντιο (φορτηγό) της Columbia στις 14 και 15 Αυγούστου του 1972. Οι μπομπίνες, που συντηρήθηκαν τέλεια από τη Sue Mingus, αντιμετωπίστηκαν με εξελιγμένες τεχνικές για την αποκατάσταση και το mastering του ήχου. Το αποτέλεσμα είναι καθαροί και διαυγείς ήχοι, όχι μπερδεμένοι αλλά καλά οριοθετημένοι και με μεγάλη και ρεαλιστική σκηνή.
Το άλμπουμ είναι σημαντικό και για την ομορφιά της μουσικής του, γιατί καταγράφει μια περίοδο μετάβασης στην καριέρα του κοντραμπασίστα, που δεν «τεκμηριώθηκε» ποτέ παρά μόνο μέσω πειρατικών δίσκων των συναυλιών της ευρωπαϊκής του περιοδείας.
Το 1972 ο Mingus είχε δημιουργήσει ένα νέο γκρουπ, εγκαταλείποντας μετά από πολύ καιρό τον ντράμερ Dannie Richmond αντικαθιστώντας τον από τον Roy Brooks.
Στη θέση του Jaki Byard ήταν ο John Foster, ένας πολύ καλός και ελάχιστα γνωστός πιανίστας, απόλυτα εναρμονισμένος με τις ιδέες του αρχηγού, ο οποίος είχε μια σύντομη ζωή και δεν θα τον ακούγαμε ποτέ (εκτός από μια εμφάνιση σε ένα τραγούδι των Tears το 1973) εάν δεν κυκλοφορούσε αυτό το άλμπουμ. Παίζει ακόμη ο Jon Faddis, ένας δεκαεννιάχρονος bop τρομπετίστας μαθητής του Dizzy Gillespie, με μια σπινθηροβόλο τεχνική. Τέλος, υπήρχαν οι μόνοι δύο μουσικοί με τους οποίους είχε συνεργαστεί ο Mingus και στο παρελθόν, ο σαξοφωνίστας Charlie McPherson, στην κορυφή και ο Bobby Jones στο τραγούδι.
Ο Mingus ανακάτεψε υλικό από το παλιό του ρεπερτόριο όπως τα «Fables Of Faubus» και «Orange Was The Color Of Her Dress, Then Silk Blues», που κρατάνε πολύ, πάνω από μισή ώρα το καθένα, με νέα κομμάτια όπως το «Noddin ‘Ya Head Blues», και το «The Man Who Never Sleeps», όπου ξεχωρίζει ο Jon Faddis.
Επιπλέον, παρουσίασε το ριμέικ του κλασικού «When The Saints Go Marching In», που μετονομάστηκε σε «Pops», αφιερωμένο στον Λούις Άρμστρονγκ, με τον John Foster στο κλαρινέτο να ενώνεται με τον McPherson σε ένα ζωηρό μιξ σε στυλ Νέας Ορλεάνης. Τα «Ko-Ko» και «Air Mail Special» είναι αντιθέτως πολύ σύντομα σε διάρκεια.
Στην ηχογράφηση υπάρχει το συνηθισμένο «οργανωμένο χάος» του Mingus που, με τη χαρακτηριστική, αλάνθαστη επεξεργασία του μουσικού υλικού, γεμάτο μανία και γλυκύτητα, αγωνία και χαλάρωση, αλλαγές κλίματος και έντασης όπως και εναλλαγής σόλο στιγμών, με το ένα μάτι στην παράδοση και το άλλο στην πρωτοπορία, προχωρά πάντα με swing και βαθιά αίσθηση της μπλουζ. Έτσι, η παράσταση στο Ronnie Scott’s ενώνει, επί ίσοις όροις, τις ιστορικές συναυλίες-άλμπουμ του Mingus όπως στο Monterey, στο Carnegie Hall και στο «Mingus at Antibes».