Η Bang & Olufsen δεν ανήκει στις εταιρείες που επιθυμούν να φορούν το ταμπελάκι high-end, ειδικά όσον αφορά στα ηχεία που κατασκευάζει.
Θέλει να βαφτίζει τα ηχεία της lifestyle και να τα βλέπει τοποθετημένα σε ντιζαινάτους χώρους, όπου το ηχείο προστίθεται στην διακόσμηση περισσότερο ως έργο τέχνης και λιγότερο ως συμβατικό ηχείο.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα ηχεία της διαφέρουν τόσο πολύ από τα συμβατικά ξύλινα κουτιά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις να πρέπει κάποιος να μας πει ότι αυτό είναι ηχείο και όχι σύγχρονη τέχνη.
Εάν θυμηθούμε τα Beolab 5 και Beolab 20 θα συμφωνήσουμε ότι περισσότερο μοιάζουν με ρομπότ από cult ταινίες sci-fi (με τα Ντάλεκς του Doctor Who) παρά με ηχεία με τη συμβατική έννοια του χώρου.
Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει του τεχνικούς της Β&Ο να εξοπλίζουν τις υλοποιήσεις τους με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, άλλωστε έχουν στη διάθεση τους εγκαταστάσεις που ακόμα και οι πιο παραδοσιακοί ηχειάδες θα ζήλευαν.
Για τον εορτασμό της 90ης επετείου της εταιρείας, οι μηχανικοί αφέθηκαν ελεύθεροι να σχεδιάσουν το καλύτερο ηχείο που η τεχνογνωσία της εταιρείας τους επιτρέπει, χωρίς κανέναν περιορισμό μεγέθους, περιπλοκότητας ή κόστους.
Το αποτέλεσμα είναι το εντυπωσιακό Beolab 90, ένα ενεργό, DSP ηχείο που ενσωματώνει τόσο προχωρημένη τεχνολογία, ώστε ακόμα και οι πιο επαναστατικές ανταγωνιστικές υλοποιήσεις να φαντάζουν απλοϊκές.
Παρότι είναι ένα πραγματικό θηρίο, η πολυεδρική του σχεδίαση, η υιοθέτηση πολλαπλών κυρτών πάνελ και η χρήση ξύλου και υφάσματος με μεταλλικά τελειώματα, του δίνει μια αρκετά σπιτική θωριά. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα ογκώδες και εξαιρετικά βαρύ, ωστόσο είναι ιδιαίτερα όμορφο.
Πάντως οι διαστάσεις του και το βάρος των 137 κιλών δεν αφήνουν αμφιβολία για τις προθέσεις του Beolab 90.
To Beolab 90 δεν είναι απλά ένα εξελιγμένο ενεργό ηχείο. Εδώ οι μηχανικοί της B&O επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τα αιώνια σφάλματα των ηχείων, τις ανακλάσεις του χώρου, την προβληματική απόκριση εκτός άξονα, αλλά και την μη ελεγχόμενη διασπορά.
Με το Beolab 90 το ζητούμενο ήταν λοιπόν η επίτευξη ομαλής απόκρισης εντός και εκτός άξονα, αλλά και ο έλεγχος της διασποράς του ηχείου, ελαχιστοποιώντας έτσι τις ανακλάσεις και ως εκ τούτου μειώνοντας τα προβλήματα που προκαλεί ο εκάστοτε χώρος και η αλληλεπίδραση του με το ηχείο.
Το Beolab 90 διαθέτει απόκριση εκτός άξονα εξίσου ομαλή με την απόκριση στον άξονα, ενώ μπορεί να περιορίσει την ακτινοβολία του σε μια περιορισμένη περιοχή.
Έχει δηλαδή ελεγχόμενη πολική απόκριση, αυτό που η εταιρεία ονομάζει beam width control, ενώ μπορεί να ρυθμιστεί για να ακτινοβολεί σε μια μικρή, ελεγχόμενη περιοχή (narrow beam), σε αντίθεση με τη συμβατική ευρεία ηχητική ακτινοβολία, το wide beam.
Το Beolab 90 διαθέτει διόρθωση χώρου με ισοστάθμιση, που η εταιρεία ονομάζει active room compensation, ενώ ο χρήστης μπορεί να ορίσει οποιαδήποτε από τις πέντε πλευρές του ηχείου ως front (ανάλογα με τη θέση ακρόασης), τεχνολογία που ο κατασκευαστή έχει βαφτίσει beam direction control.
Ρυθμισμένο ως narrow beam το ηχείο «ασχολείται» μόνο με την κύρια θέση ακρόασης, όπου ο ακροατής απολαμβάνει τον ιδανικό ήχο απαλλαγμένο από τα προβλήματα των ανακλάσεων και της αλληλεπίδρασης του ηχείου με τον χώρο.
Ωστόσο για να ακούσουμε το ηχείο με τους φίλους μας, αναγκαστικά θα επιλέξουμε το wide beam, όπου η διασπορά του ήχου είναι ευρεία. Επιπλέον το Beolab 90 διαθέτει συμβατικά ρυθμιστικά τονικότητας, επιλεγόμενες μνήμες για διαφορετικά σεταρίσματα του ηχείου, αλλά και συμβατικό παραμετρικό ισοσταθμιστή 10 περιοχών για να μπορέσουμε να ζωγραφίσουμε τον ήχο του όπως μας αρέσει, πέραν του αποτελέσματος της αυτόματης ισοστάθμισης active room compensation.
Εάν ο χρήστης θελήσει να προχωρήσει ακόμα παραπέρα, το ηχείο ενσωματώνει μια σειρά επαγγελματικών ψηφιακών εργαλείων (latency mode, loudness, frequency tilt, sound enhance και sound design) που παρέχουν τη δυνατότητα χειρουργικής επέμβασης στη χροιά του ηχείου, ανάλογα με τις ανάγκες αλλά και τα γούστα του.
Για να τα πετύχει όλα αυτά το Beolab 90 προχωρά την ιδέα του ενεργού ψηφιακού ηχείου πολλά βήματα παραπέρα, από τις συμβατικές υλοποιήσεις.
Στην πολυγωνική του καμπίνα ενσωματώνει 18 μονάδες, εφτά τουίτερ, εφτά μιντ και τέσσερα γούφερ, με την κάθε μονάδα να διαθέτει το δικό της ενισχυτή και το δικό της DAC, όλα ελεγχόμενα από ένα πανίσχυρο σύστημα DSP.
Τα τουίτερ και τα μιντ (από τη σειρά Illuminator της ScanSpeak) οδηγούνται από ψηφιακούς ενισχυτές ICE Power AM300, με ισχύ 300W ανά module, ενώ τα γούφερ (από τη σειρά Discovery της ScanSpeak) από ψηφιακό ενισχυτή της Heliox AM1000, με ισχύ 1.000W ανά ενισχυτή.
Συνολικά οι ψηφιακοί ενισχυτές που οδηγούν τις 18 μονάδες έχουν ισχύ 8.200W, ενώ τα DAC 24bit/192ΚHz που τους δίνουν σήμα ελέγχονται από δύο επεξεργαστές Analog Devices ADSP-21489.
Από τις 18 μονάδες, τρεις κοιτούν απευθείας στη θέση ακρόασης, ενώ το σύστημα DSP τις δένει μέσω ενός συμβατικού ηλεκτρονικού κροσόβερ τριών δρόμων, με τις απαραίτητες βέβαια διορθώσεις του συστήματος ισοστάθμισης, για ομαλή απόκριση συχνότητας και φάσης.
Οι υπόλοιπες 15 μονάδες λαμβάνουν ένα ειδικά επεξεργασμένο σήμα, με ελεγχόμενη απόκριση και φάση, έτσι ώστε όταν αυτό το σήμα προστεθεί στο σήμα των 3 μπροστινών μονάδων να μας δώσει ως αποτέλεσμα την πολική απόκριση που ο χρήστης έχει επιλέξει.
Δηλαδή είτε narrow beam mode, όπου η διασπορά είναι περιορισμένη, είτε wide beam mode, όπου το ηχείο ακτινοβολεί συμβατικά, είτε omni mode, όπου ηχούν όλες οι μονάδες ομοιόμορφα, αυτό δηλαδή που θα ονομάζαμε «party mode».
Περιορισμούς το ηχείο δεν γνωρίζει, οι 18 του μονάδες και οι ενισχυτές ισχύος 8.200W υπερκαλύπτουν το ακουστικό φάσμα (από 16Hz έως πέρα από τα 32ΚHz), ενώ το Beolab 90 ξεπερνά σε μέγιστη στάθμη το όριο πόνου της ανθρώπινης ακοής.
Η καμπίνα του είναι κατασκευασμένη αρθρωτά, με γνώμονα την ελαχιστοποίηση των κραδασμών και χρωματισμών, ενσωματώνοντας ειδικά σχεδιασμένες ψύκτρες για τα ενσωματωμένα ηλεκτρονικά.
To επάνω τμήμα που στεγάζει τα μιντ και τα τουίτερ είναι κατασκευασμένο από πλαστικό πάχους 10mm, ενώ το κάτω μέρος που στεγάζει τα γούφερ είναι φτιαγμένο από αλουμίνιο.
Θεριό
Το Beolab 90 είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο δημιούργημα, η περιγραφή του και μόνον μας δυσκόλεψε, προσέχοντας να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε και να περιγράψουμε κάποια από τις δυνατότητες του.
Στο σετάρισμα και στη χρήση το θηρίο της Bang & Olufsen είναι ιδιαίτερα απλό, εάν αναλογιστούμε την τεχνολογία που ενσωματώνει. Μπορεί να συνδεθεί με συμβατικές αναλογικές (RCA και XLR) και ψηφιακές (SPDIF, Optical, USB) θύρες με τις πηγές μας, αλλά και να συνεργαστεί με άλλες συσκευές Β&Ο μέσω proprietary συνδέσεων.
Οι πηγές μας θα συνδεθούν στο ένα ηχείο, το οποίο ορίζεται ως master και αυτό θα στείλει το σήμα μέσω του digital power link, στο δεύτερο ηχείο που είναι το slave. Επιπλέον το master ηχείο θα συνδεθεί στο δίκτυο μας μέσω του digital power link που παίζει και το ρόλο καλωδίου Ethernet.
Για να υλοποιηθούν οι αναλογικές συνδέσεις, παρεμβάλλεται πριν από κάθε DAC ένας μετατροπέας A/D 24bit/192ΚHz, για να κάνει το σήμα ψηφιακό και να το στείλει στα DAC του ηχείου. Αυτό σημαίνει ότι ο πιο σωστός τρόπος για να συνδέσουμε το Beolab 90 είναι από τις ψηφιακές θύρες, όπου το μονοπάτι του σήματος είναι απλούστερο.
Εκτός από την προσεκτική τοποθέτηση στο χώρο σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες και τα διαγράμματα που παρέχει η B&O, αρκούν οι μετρήσεις με το συνοδευτικό μικρόφωνο σε τρεις θέσεις, την κυρία θέση ακρόασης, και άλλες δύο, μια πιο δεξιά και μια πιο αριστερά.
Έτσι σετάρεται πλήρως το active room compensation, ενώ μπορεί ο χρήστης να ενεργοποιήσει το narrow/wide beam, αλλά και το beam direction control. Αυτά γίνονται εύκολα και απλά από την εφαρμογή Beolab 90, ενώ οι λειτουργίες του ηχείου ελέγχονται πλήρως και από το συνοδευτικό τηλεχειριστήριο.
Εμείς δεν είχαμε την ευκαιρία να σετάρουμε το ηχείο με το μικρόφωνο και να παίξουμε με διαφορετικές θέσεις στο χώρο, καθώς ήταν έτοιμο, στημένο και σεταρισμένο στην Ελληνική αντιπροσωπεία.
Μπορέσαμε όμως να το ακούσουμε επισταμένα, με πηγή ένα Universal Player Oppo BDP-103, παίζοντας με τις ρυθμίσεις της ελεγχόμενης διασποράς και αξιολογώντας τι έχει πετύχει ο κατασκευαστής με το narrow mode.
Το ηχείο ήταν ήδη ισοσταθμισμένο με το active room compensation, οπότε επικεντρωθήκαμε στις ηχητικές δυνατότητες του και στη βελτίωση που επιτυγχάνει η επιλογή narrow beam. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το πως οι μηχανικοί της B&O έχουν καταφέρει να δέσουν τόσες πολλές μονάδες, ενισχυτές, DAC και DSP σε ένα άρρηκτο σύνολο, στο οποίο ο ακροατής δεν μπορεί να εντοπίσει τις συχνότητες κροσόβερ, ούτε καν τις επιμέρους ηχητικές πηγές, την ψηφιακή επεξεργασία ή την ισοστάθμιση.
Από τις πολύ χαμηλές συχνότητες έως τις υψηλές η χροιά του Beolab 90 δεν αλλάζει, η ηχητική του ταυτότητα δεν μεταβάλλεται.
Ο χαρακτήρας του ηχείου είναι καθαρόαιμα high-end, πολλά συμβατικά ηχεία θα τον ζήλευαν. To Beolab 90 διαθέτει εκπληκτικά εκτεταμένες χαμηλές, με υπέροχο σώμα και εντυπωσιακό όγκο, ενώ ο έλεγχος είναι εξαιρετικός, η ενεργή, ψηφιακή σχεδίαση δαμάζει απόλυτα τα γούφερ του ηχείου.
Οι μεσαίες είναι βελούδινες, γλυκόηχες και ζεστές, ενώ οι υψηλές είναι εξαιρετικά λεπτομερείς και αέρινες, ευκρινέστατες και φωτεινές, χωρίς ίχνος σκληράδας ή κόκκου.
Η μουσική σκηνή είναι ολογραφική, σχεδόν σαν εικονική πραγματικότητα, ενώ τα δυναμικά και η μέγιστη στάθμη πραγματικά δεν γνωρίζουν φραγμούς.
Τα μεγάλα συμφωνικά έργα αποδίδονται από το Beolab 90 με πρωτόγνωρη άνεση, με τέτοια έλλειψη συμπίεσης και παραμορφώσεων. Αυτές ήταν οι πρώτες μας εντυπώσεις ακούγοντας το ηχείο σε wide beam, με το τελικό αποτέλεσμα να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την ακουστική του χώρου.
Η πραγματική αποκάλυψη ήρθε όμως όταν πιέσαμε για πρώτη φορά το πλήκτρο narrow mode, αφήνοντας το ηχείο να κάνει τα μαγικά του, και να μειώσει δραματικά την αλληλεπίδραση με το χώρο. Σε λειτουργία narrow beam το ηχείο μεταμορφώθηκε.
Ο ήχος του καθάρισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζουμε ότι ακούμε ένα πολύ καλύτερο ηχείο σε έναν πολύ καλύτερο χώρο. Τα διαστήματα μεταξύ των ηχητικών ειδώλων του soundstage «καθάρισαν», η ακρίβεια τοποθέτησης βελτιώθηκε δραματικά και η ακουστική του χώρου της εγγραφής «ζωντάνεψε».
Επιπλέον οι χροιές των οργάνων και φωνών έγιναν σαφώς πιο ρευστές και πιο ρεαλιστικές και η ευκρίνεια του ήχου αυξήθηκε εντυπωσιακά, δίνοντας μας την εντύπωση ότι ακούμε ζωντανή μουσική και όχι ηχογράφηση. Αλλάζοντας διαδοχικά μεταξύ wide beam και narrow beam, καταλάβαμε ότι η «ψεύτικη» αντήχηση, ο θόρυβος και η βρωμιά που προσθέτει ο χώρος σε κάθε ηχείο, εδώ μειώνονται δραματικά.
Αναρωτηθήκαμε πως είναι δυνατόν να μας αρέσει το ηχείο στη ρύθμιση wide, τη στιγμή που στη ρύθμιση narrow έγινε τόσο καλύτερο. Αναρωτηθήκαμε επίσης τί χάνουμε σε όλα τα συμβατικά ηχεία, των οποίων τις αρετές καταστρέφουν οι χώροι ακρόασης.
Ναι, η B&O επιτυγχάνει στο Beolab 90 αυτό που υπόσχεται και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Συνδυάζει μια συστοιχία μονάδων, ενισχυτών, DAC και DSP με τέτοιο τρόπο ώστε να διαθέτει ελεγχόμενη και μεταβλητή διασπορά. Μια τεχνολογία αιχμής που υπηρετεί τη μουσική.
Εάν σας δοθεί η ευκαιρία μην παραλείψετε να το ακούσετε, ο ήχος του αποτελεί μοναδική εμπειρία.
B&O Beolab 90
ΣΧΕΔΙΑΣΗ: Ενεργό, ψηφιακό ηλεκτροδυναμικό ηχείο τριών δρόμων
ΜΟΝΑΔΕΣ: 18 μονάδες, 7xΤουίτερ 1,5 ιντσών, 7xΜιντ 3 ιντσών, 3xΓούφερ 8 ιντσών, 1xΓούφερ 10 ιντσών
ΚΑΜΠΙΝΑ: Αρθρωτή από πλαστικό, ξύλο και αλουμίνιο
ΕΙΣΟΔΟΙ: 1xPowerlink, 2xLine (RCA/XLR), 1xUSB, 1xCoaxial, 1xToslink, Wireless Power Link, WiSA
ΕΝΙΣΧΥΤΕΣ: 7xICEpower AM300-X (γούφερ), 7xICEpower AM300-X (μίντ), 4xHeliox AM1000-1 (γούφερ)
DSP: 2xAnalog Devices ADSP-21489 – 450 MHz
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΩΝ: 16Hz-35ΚHz
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 735x1253x747 χλστ.
ΒΑΡΟΣ: 137 κιλά
ΣΧΟΛΙΟ
Το Beolab 90 συνδυάζει μια συστοιχία μονάδων, ενισχυτών, DAC και DSP, επιτυγχάνοντας να ελέγξει τη διασπορά του και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματα της αλληλεπίδρασης του με το χώρο
ΤΙΜΗ: 110.000 ευρώ