hxosplus.gr
H τεχνολογία του πολιτισμού

Marantz PM6007 & CD6007 Review | TEST ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΣ ΕΝΙΣΧΥΤΗΣ & CD PLAYER

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΙΤΟ HI-FI ΕΧΕΙ ΦΟΥΝΤΩΣΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ Η ΜARANTZ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΜΕ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ. ΤΑ «6007» ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΙΔΙΑ ΜΕ ΠΡΙΝ, ΟΜΩΣ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΤΟΥΝ.

Η γενιά των «6006» μας αποχαιρετά και δίνει τη θέση της στο ζευγάρι των δύο «6007» της δοκιμής, χωρίς όμως να τολμά το κάτι παραπάνω σε επίπεδο εμφάνισης. Ωστόσο οι αλλαγές είναι αρκετές και σημαντικές και είναι φανερό από τις πρώτες νότες ότι τόσο το player CD6007 όσο, κυρίως, ο ολοκληρωμένος ενισχυτής PM6007 έχουν αλλάξει αισθητά την ηχητική φυσιογνωμία της σειράς.

Πλέον στοχεύουν σε κάτι πιο αποκαλυπτικό, δυναμικό και ουδέτερο, χωρίς βέβαια να γίνονται υστερικά ή να απορρίπτουν την παραδοσιακά ήρεμη και ατμοσφαιρική  προσέγγιση της Marantz στις ηχογραφήσεις, ακόμη κι αν αυτές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν τα «6007» δείχνουν να είναι «μια από τα ίδια», η «φωνή» τους παραπέμπει πλέον στα εξαιρετικά «30» και ίσως αυτή να είναι η τελευταία γενιά που κυκλοφορεί με την κλασική εμφάνιση.

Οι μηχανικοί της Marantz έκαναν επεμβάσεις ουσίας παντού, άλλαξαν την ψηφιακή «καρδιά» τόσο στο player όσο και τον ενισχυτή δίνοντας high resolution υπόσταση στην USB-A του CD6007 και, τέλος, πλαισίωσαν το νέο σετ με ένα κοινό τηλεχειριστήριο που είναι πολύ βολικό στη χρήση. Πρόκειται δηλαδή για ένα κλασικής σύστασης, προσιτό audiophile ζευγάρι ενισχυτή και πηγής με συνολικό κόστος στο χιλιάρικο, χωρίς δυνατότητες δικτύωσης ή Bluetooth.

Παρόλα αυτά, συνδέοντας έναν σκληρό δίσκο ή ένα στικάκι στην πρόσοψη του player, που πλέον έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής αρχείων 24bit/192KHz και διπλού DSD, κάνουμε μια χαρά τη δουλειά μας χωρίς app control αφού το interface είναι εργονομικό και μπορούμε να δούμε όλους τους φακέλους με τα αρχεία στην οθόνη του player.

Δοκιμάσαμε την αναλογική και την ψηφιακή σύνδεση και παραμείναμε στην πρώτη, καθώς η πηγή είναι πολύ ήσυχη και ομαλή στα πρίμα και δεν αξίζει να το ρισκάρει κανείς, με δεδομένο ότι ο DAC είναι ο ίδιος και στα δύο μηχανήματα. Εξάλλου, το player παίζει καλύτερα όταν απενεργοποιήσουμε την ψηφιακή του έξοδο, μια φροντίδα που δεν βρίσκουμε καθόλου συχνά σε αυτή την κατηγορία τιμών.

H Marantz όμως ανέκαθεν κυνηγούσε τον θόρυβο στα αναλογικά της κυκλώματα με τους διακριτούς τελεστικούς ενισχυτές HDAM και το ίδιο κάνει στα ψηφιακά, μέσω της απενεργοποίησης των λειτουργιών που δεν χρησιμοποιούμε. Μάλιστα, σε αυτή τη γενιά των «6007» η εταιρία έχει κυνηγήσει τη λεπτομέρεια περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δείχνοντας τη διάθεσή της να παραμείνει στην κορυφή της κατηγορίας τιμών. Ας τα δούμε από κοντά.

ΒΙΝΥΛΙΑ, ΗIGH-RES ΚΑΙ ΥΠΟΓΟΥΦΕΡ

Με ένα εξωτερικό streamerάκι με δυνατότητα ΒΤ, ει δυνατόν με ψηφιακή έξοδο για να αξιοποιήσει κανείς το προσεγμένο τμήμα μετατροπής του ενισχυτή, μπορούμε να πούμε ότι το σετ αυτό θα αποκτήσει την πληρότητα που ζητάει η εποχή μας.

Το μόνο σημείο προσοχής είναι οι ικανότητες οδήγησης του ενισχυτή, που ξεπέρασε βέβαια την ονομαστική τιμή στο εργαστήριο φθάνοντας τα 50W/8Ω και τα 80W/4Ω. Παρόλα αυτά, ο PM6007 έδειξε στην πράξη ότι δεν είναι επαρκής για μεγάλα ηχεία των 4Ω όπως το KEF R11, έστω κι αν αυτά είναι ευαίσθητα, όπου παρά τις καλές στάθμες είχαμε υποέλεγχο του χαμηλού και έμφαση στα άκρα του φάσματος.

Αυτό είναι αναμενόμενο και δεν αποτελεί κριτική, απλώς το σημειώνουμε για να σας αποτρέψουμε από υπερβολές. Αντίθετα, τα πήγε περίφημα με το πολύ πιο αναίσθητο ATC SCM11 των 8Ω, κάτι που αποτελεί μέγιστο κομπλιμέντο για τις επιδόσεις του ενισχυτή, αφού το ηχείο αυτό είναι πολύ καθαρό, λεπτομερές και αποκαλυπτικό, ένα πραγματικό μόνιτορ.

Σε αυτή τη γενιά η μεγάλη αλλαγή όπως είπαμε είναι η αντικατάσταση του DAC τσιπ CS4398 με το AK4490, με την εταιρία να υποστηρίζει πως ο μετατροπέας της ΑΚΜ προσφέρει μια πιο πλούσια ηχητική εμπειρία. Μαζί με τον νέο DAC υπάρχουν και δύο ψηφιακά φίλτρα για να επιλέξουμε, ένα slow κι ένα fast roll off, κάτι που γίνεται μόνο μέσω του τ/χ στο player με πρόσβαση στο μενού αλλά στον ενισχυτή είναι πιο εύκολο, καθώς εκεί υπάρχει πλήκτρο στην πρόσοψη.

Σημαντικές αλλαγές υπάρχουν στα δύο τροφοδοτικά, όπου οι ηλεκτρολυτικοί της Nichicon έχουν αντικατασταθεί από ELNA Audio με παράλληλη αύξηση της χωρητικότητας (+20% στον ενισχυτή με 2×12.000μF, +120% στην πηγή με 2×2.200μF).

Το εσωτερικό του ενισχυτή παρουσιάζει μεν τις μικρότερες εμφανείς διαφορές σε σχέση με τον προκάτοχό του, όμως υπάρχει ένα νέο στάδιο εξόδου (Sanken C2837/A1186 αντί των C4467/A1694), βελτιωμένοι τελεστικοί με διακριτά υλικά (HDAM SA3) και ανανεωμένο phono stage με διακριτά jfet στην είσοδο του σταδίου. Τέλος, η προσθήκη της μονοφωνικής εξόδου για υπογούφερ που δίνεται με βαθυπερατό φίλτρο στα 150Hz (τιμή που δίνει περιθώρια για τα συνήθη σημεία αποκοπής που ρυθμίζουμε τα sub μας, ώστε να μην αλληλοεπηρεάζονται τα φίλτρα) ολοκληρώνει τις αλλαγές στον ενισχυτή, που εμφανίζεται πια υπερπλήρης σε εισόδους και λειτουργίες.

Από την πλευρά της πηγής οι αλλαγές είναι πιο φανερές, με νέα ψηφιακή πλακέτα και ριζικά ανανεωμένο στάδιο μετατροπής και εξόδου. Υπάρχει μεγαλύτερη τάξη στις καλωδιώσεις και τη διάταξη των υλικών σε σχέση με τον προκάτοχό του, καθώς και βελτιωμένος ενισχυτής ακουστικών βάσει των HDAM SA2 που παρέχει, μέσω του μενού, τρία επίπεδα gain για καλύτερη προσαρμογή με τα ακουστικά μας, ενώ απενεργοποιείται αυτόματα όταν δεν χρησιμοποιείται.

Συνολικά, θα λέγαμε ότι τα δύο 6007 προσφέρουν κορυφαίο επίπεδο υλικών για την κατηγορία τιμής τους που συνδυάζεται με την προσοχή στη λεπτομέρεια που διακρίνει παραδοσιακά όλα τα Marantz. Το μόνο σημείο που παραμένει λίγο «γκρι» είναι οι πλαστικές προσθήκες της πρόσοψης που σχηματίζουν τις χαρακτηριστικές καμπύλες εκατέρωθεν του αλουμινένιου τμήματος, κάτι που γίνεται προφανώς για λόγους κόστους χάριν του κλασικού ντιζάιν, εντούτοις θα προτιμούσαμε μια επίπεδη, πλήρως αλουμινένια πρόσοψη που να απηχεί το ντιζάιν του νέου Model 30.

ΠΥΚΝΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ

Ξεκινήσαμε με το KEF R11 αλλά ποτέ δεν φθάσαμε… στον προορισμό μας, καθώς το ηχείο αυτό φάνηκε να θέτει εκτός ισορροπίας τον PM6007. Πήραμε εμφατικό, ασαφές βαθύ μπάσο και έντονα πρίμα και σύντομα κουραστήκαμε από το αποτέλεσμα.

Δυστυχώς δεν είχαμε στη διάθεσή μας κάποιο Triangle Borea, Q 3000i ή Β&W 600 για να παίξουμε με τον ενισχυτή και αναγκαστικά καταφύγαμε στο απόλυτο ATC SCM11. Αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικό ταίριασμα καθώς τα εκλεκτά υλικά και η σφριγηλή σχεδίαση του ενισχυτή απέδωσαν καρπούς, προσφέροντας άριστη εστίαση και καθαρότητα, γεμάτα σώματα σε όλο το φάσμα, σφιχτό μπάσο με μια φυσική ζεστασιά στο άνω χαμηλό και ζωηρές δυναμικές αντιθέσεις.

Ο ενισχυτής παρέχει ησυχία, ανάλυση και δυναμικές σε κορυφαία επίπεδα για την κατηγορία τιμής/ισχύος του, μια απολαυστική ανάπλαση του ρυθμού και της μουσικής ατμόσφαιρας και τα πρίμα του έρχονται μεν ζωηρά και λεπτομερή, όμως ποτέ δεν το παρακάνουν σε οξύτητα. Ακόμη και οι στάθμες ήταν επαρκείς παρά την χαμηλή ευαισθησία του ηχείου.

Σε σχέση με τον προκάτοχό του, εμφανίζεται πιο πλούσιος, ισχυρός και ταχύς, έχοντας παραχωρήσει ίσως λίγη διαφάνεια για χάρη της δυναμικής αμεσότητας. Το player διατηρεί έναν πιο κλασικό ήχο Marantz, με ήπια πρίμα, ογκώδεις μεσαίες και γεμάτα μπάσα, εξασφαλίζοντας ξεκούραστες ακροάσεις και ανεκτικότητα απέναντι στις μέτριες ηχογραφήσεις και τα συνήθως φωτεινά ηχεία αυτής της κατηγορίας. Είναι όμως πολύ ήσυχο και λεπτομερές χωρίς να το «φωνάζει» και διαφοροποιεί με επιτυχία τα αρχεία DSD από τα υψηλής ανάλυσης PCM που διαβάζει από την USB του. Το ζευγάρι προκύπτει πιο ουδέτερο από το κάθε συστατικό ξεχωριστά και σε ξεγελάει άνετα πως πρόκειται για κάτι ακριβότερο.

Η ουσία και αυτής της γενιάς πάντως δεν αλλάζει, είναι δύο συσκευές με προικισμένη ηχητική συμπεριφορά και πολύ έντονο μουσικό ταμπεραμέντο, που δίνουν έναν μεγάλο, φινετσάτο και συναισθηματικό ήχο. Σαφώς όμως απευθύνονται πια σε περισσότερο κόσμο, ειδικά σε όσους ιεραρχούν ψηλά την ανάλυση και την ουδετερότητα, τα οποία και παραδίδουν σε αφθονία ειδικά όταν παίζουν μαζί.

Αντί όμως αυτά να έρθουν σαν πυροτεχνήματα, υπερπροβάλλοντας τη λεπτομέρεια, εδώ ντύνουν τους ήχους με άριστη πυκνότητα πληροφορίας, σπουδαίο βάθος υφής και ένα εθιστικό σκηνικό ολογράφημα, αποτελώντας έτσι πολύ ώριμες περιπτώσεις προσιτών audiophile συσκευών.

Με τα «6007», τελικά, η Marantz έκανε όπως πρέπει τη δουλειά της, επιβεβαιώνοντας την υπεροχή της ως προς τον ανταγωνισμό της κατηγορίας και διατηρώντας τον αέρα του πρωταγωνιστή που τη διακρίνει εδώ και δεκαετίες.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
PM6007

ΕΙΔΟΣ: Ολοκληρωμένος ενισχυτής και DAC
ΙΣΧΥΣ: 2x45W/8Ω (60W/4Ω)
DAC: AKM AK4490 (192KHz/24bit)
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΩΝ: 10Hz-70KHz
ΕΙΣΟΔΟΙ: 4xline (200mV/20ΚΩ), phono (MM-2,2mV/47ΚΩ), Ομοαξονική, 2xΟπτικές
ΕΞΟΔΟΙ: subwoofer out (2,8V-RCA), ακουστικών (50mW@32Ω), ηχεία Α και Β
ΕΞΤΡΑ: balance/bass/treble, direct
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (ΠxΒxΥ): 440 x370x105 χλστ.
ΒΑΡΟΣ: 7,8 κιλά

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
CD6007

ΕΙΔΟΣ: CD player και DAC
ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΑΣ: AKM AK4490
ΠΑΙΖΕΙ: PCM 192KHz/24bit και 2xDSD (USB-A)
ΕΙΣΟΔΟΙ: USB Type A
ΕΞΟΔΟΙ: RCA, coax, Οπτική
ΕΞΤΡΑ: ρύθμιση gain στον ενισχυτή ακουστικών, δύο ψηφιακά φίλτρα
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (ΠxΒxΥ): 440 x340x105 χλστ.
ΒΑΡΟΣ: 6,5 κιλά

88%

ΣΧΟΛΙΟ

H νέα γενιά των «6007» είναι μαζί μας, συνεχίζοντας επάξια την παράδοση των προσιτών Marantz. Η βασική αλλαγή περιλαμβάνει ένα νέο τμήμα μετατροπής βάσει του AK4490 και στις δύο συσκευές, η οποία πλαισιώνεται από μικρές αλλά στοχευμένες αλλαγές σε υλικά και λειτουργίες.

AUDIO GROUP GREECE
ΕΠΑΦΗ
  • ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

ΤΙΜΗ: 599€ (PM6007), 599€ (CD6007)

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μπορεί επίσης να σας ενδιαφέρουν

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία χρήσης. Αποδοχή Περισσότερα