hxosplus.gr
H τεχνολογία του πολιτισμού

Rega RB 300: Ο ιστορικός βραχίονας

Του Χρήστου Προυκάκη

Ποιος δεν ξέρει τους RB300 και RB250, που κυριαρχούσαν για χρόνια. Μάλιστα, ο RB300 φορέθηκε από τα καλύτερα πλατό του κόσμου, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που τον αντέγραψαν.

Όταν αποφασίσεις να δημιουργήσεις ένα ηλεκτρομηχανολογικό λεπτούργημα αναπαραγωγής ήχου είναι δεδομένο πως πρέπει να συνδυάσεις τα περίπου μη συνδυαζόμενα. Από την μια πλευρά την πρώτη ολοκληρωμένη σύλληψη στην φαντασία και ύστερα να ακολουθήσεις το δύσβατο δρόμο της υλοποίησης με σύνθετους υπολογισμούς προσέγγισης, δοκιμές, τροποποιήσεις, συμβιβασμούς και εξαντλητικούς ελέγχους.

Και από την άλλη πλευρά; Μα την καλή σχέση κόστους προς απόδοση, την ευχρηστία, την αντοχή και την προσαρμοστικότητα σε διαφορετικής κατηγοριοποίησης ανάγκες λειτουργίας. Ίσως, για παράδειγμα, να υπονοούμε ένα «μηχανικό χέρι» ακριβείας ή στην περίπτωση αναπαραγωγής ήχου τον βραχίονα του πικάπ. Το μεγαλύτερο πονοκέφαλο όσων από τους σχεδιαστές θέλουν να πιστεύουν ότι προσφέρουν ουσιαστικά με την εργασία τους στην ιερή υπόθεση αναπαραγωγής της μουσικής.

Για όσους διαβάζουν «πίσω» από τις γραμμές των διαφημίσεων αλλά και των παρουσιάσεων νέων προϊόντων υψηλών προδιαγραφών η «μικρή» και για ορισμένους «ιδιόρρυθμη» βρετανική Rega ανήκει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία. Αληθοφανής αναπαραγωγή μουσικής, στα όρια του επιστημονικώς εφικτού, με μοναδικό στοιχείο ανάσχεσης το υψηλό κόστος κτήσης.. Θυμίζει λίγο «Σπαρτιάτικη» προσέγγιση, ίσως μάλιστα και να μην απέχει πολύ από την συγκεκριμένη αντίληψη περί του αναγκαίως ελάχιστου.

Δυο γράμματα και ένας αριθμός συναποτελούν για πολλούς μουσόφιλους της λεγομένης παραδοσιακής σχολής ένα σημαντικό σημείο αναφοράς. Είναι ο βραχίονας Rega RB 300. Δικαίως τοποθετείται στο βάθρο των πρόσφατων σχεδιάσεων με τα περισσότερο θετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του προσιτού κόστους κτήσης. Και ο Roy Gandy, μηχανολόγος στην ομάδα σχεδίασης της Φορντ, διαπίστωνε με περηφάνια πως αγάπη και μόχθος για τον καλό ήχο μόνον χαμένα δεν πήγαν.

Μεγάλη ήταν αίσθηση που προκάλεσε όταν τον Απρίλιο του 1983 παρουσιαζόταν στην Ευρωπαϊκή αγορά. Κάποιοι μάλιστα προβληματίστηκαν πως η Rega κατάφερε να διαμορφώσει ένα, ενιαίας δομής, αλουμινένιο βραχίονα, γεγονός πρωτοποριακό για τα κατασκευαστικά δεδομένα της εποχής. Και όμως…. Όσοι επιμένουν τελικώς κάτι πετυχαίνουν.

Κατασκευαστικώς χειροποίητος από μια μικρή ομάδα αφοσιωμένων συνεργατών της εταιρίας στις εγκαταστάσεις του Eσσεξ της Βρετανίας έσπασε τα ταμία πουλώντας τουλάχιστον 250.000 μονάδες, χρονικά ακόμη και εντός της ψηφιακής παντοκρατορίας. Όχι και ευκαταφρόνητη επιτυχία για τις παραγωγικές δυνατότητες της εταιρίας και του νέου, άκρως ανταγωνιστικού, ψηφιακού τοπίου.

Να σκεφτεί κανείς πως το ίδιο ακριβώς μοντέλο συνόδευε τα πικάπ της, ταυτοχρόνως όμως διατίθετο αναλλοίωτος και σε πικάπ αξιώσεων άλλων εταιριών (για παράδειγμα Townshead, VPI, κλπ). Αιτιολογία; Το κοινώς αποδεκτό συμπέρασμα από την ηχητική βιομηχανία και την αγορά. Αποδεικνυόταν στην πράξη πολύ καλός και ταυτοχρόνως οικονομικά προσιτός στο ευρύ μουσόφιλο κοινό.

Το παράδοξο είναι πως περίπου τη ίδια άποψη είχαν όσοι διέθεταν τα γνωστά πικάπ της εταιρίας Ρ2 και Ρ3 αλλά και οι κάτοχοι συσκευών από άλλους γνωστούς κατασκευαστές. Περισσότερο παράδοξο, αν και τελικώς ερμηνεύσιμο από την εμμονή των Βρετανών στο καλό ήχο, ήταν ότι αρχικώς μεν τα πικάπ της Rega διατίθεντο με τον ιαπωνικής κατασκευές βραχίονα Acos. Την θέση το οποίου πήρε ο βρετανικός της σειράς RB ανατρέποντας τα δεδομένα και διαμορφώνοντας ένα καινούργιο πλαίσιο αναφοράς για την εταιρία στο σκληρό χρηματιστήριο του ήχου.

Ο Acos ακολουθούσε τα κατασκευαστικά δεδομένα της εποχής: σχήμα S, αποσπώμενο κέλυφος κεφαλής, περιστρεφόμενο βαρίδι και ρύθμιση αντιολίσθησης βάσει βαθμονομημένης κλίμακας στο αντίστοιχο ρυθμιστικό. Με αλλά λόγια λίγο-πολύ θύμιζε, κατά κάποιο τρόπο, ανάτυπο του SME.

Όταν αποφασίσθηκε η μετάβαση σε κάτι περισσότερο «βρετανικό» αρχικώς επελέγη ο R200, κατασκευαζόμενος και πάλι από την Ιαπωνική Arcos, αλλά αυτή την φορά με προδιαγραφές της Rega. Μια απόφαση που, όπως αποδείχθηκε, έθεσε τις βάσεις για την μετέπειτα εντυπωσιακή πορεία της εταιρίας αρχικώς στον αναλογικό και μετέπειτα στον ψηφιακό ήχο.

Για την πορεία του παραδοσιακού ήχου η Rega μάλλον πρέπει να θεωρείται «νέα». Ιδρύθηκε το 1973, ήτοι πριν από περίπου 35 χρόνια, και σχεδόν αμέσως έγινε αποδεκτή με το πρωτοποριακό πικάπ Planet. Συνέχεια της επιτυχημένης φιλοσοφίας της ήταν το προσιτό Planar 2 στα 1975, και δυο χρόνια αργότερα το Planar 3 με βαρύτερη βάση και λεπτότερο γυάλινο πλατό. Αρχές του 1980 η Rega απασχολούσε μόλις δεκατρείς εξειδικευμένους υπαλλήλους εξάγοντας τα προϊόντα της σε δώδεκα χώρες.

Ο περίφημος βραχίονας RB300 παρουσιάστηκε στην αγορά τον 1983 αντικαθιστώντας τον ιαπωνικό R200 με αποτέλεσμα να σηματοδοτήσει έτσι την ένταξη του πρώτου αμιγώς βρετανικής κατασκευής βραχίονα στην σειρά της. Κατασκευαστικά παρουσιαζόταν ως ενιαίας δομής αλουμινένιος σωλήνας με ενσωματωμένο το κέλυφος της κεφαλής, υψηλής ποιότητας συνδέσμους στήριξης, περίπου ίδιων ανοχών, μαγνητικής ρύθμισης αντιολισθητική δύναμη και τρεις βίδες εδράσεως στο σασί.

Τα πρώτα μοντέλα ήταν εφοδιασμένα με ένα πυκνής δομής αλλά και ακριβό αντίβαρο βολφραμίου το οποίο στην συνέχεια αντικαταστάθηκε από, συγκριτικώς μεγαλύτερο, αλουμινένιας δομής. Σήμερα το αντίβαρο βολφραμίου διατίθεται ως υλικό αναβάθμισης. Όσοι ασχολούνται με τις αναβαθμίσεις υποστηρίζουν πως η εξωτερική καλωδίωση ήταν υψηλότερης ποιότητας από αυτή του RB200 ωστόσο στο εσωτερικό του ποιοτικώς ήταν απολύτως όμοιες.

Κάποιοι φανατικοί των βελτιώσεων επισημαίνουν πως η επανανακαλωδίωση του αλλάζει συνολικώς τον ηχητικό χαρακτήρα του βραχίονα. Άποψη που πρέπει να επιβεβαιωθεί και στην πράξη. Πάντως η εργοστασιακή έκδοση χαρακτηριζόταν από λεπτομέρεια και εύρος δυναμικής περιοχής.

Στην σειρά βραχιόνων της βρετανικής εταιρίας συμπεριλαμβάνονται ακόμη οι RB301, RB600, 700, 900 & 1000.Η λιτή αντίληψης βρετανική εταιρία δεν περιορίστηκε στα αναλογικά πικάπ συμπεριλαμβάνοντας στην παραγωγή της κεφαλές, τα ηχεία της να εμφανίζονται το 1989 και αργότερα οι πρώτοι ολοκληρωμένοι ενισχυτές το 1991.

Ωστόσο είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι πολύς καιρός πέρασε μέχρι ο Roy Gandy αποφασίσει να κατασκευάσει το περίφημο πρώτο ψηφιακό πικάπ Planet. Προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και την περίπλοκη ιδιοσυστασία του αναλογικού ήχου μελέτησε πολύ τα δεδομένα πριν προχωρήσει στο μεγάλο ψηφιακό βήμα.

Πάντως δυσαρεστημένη μάλλον δεν μπορεί να δηλώνει γιατί οι reviewers υποδέχθηκαν με θετικές κριτικές το πρώτο ψηφιακό μωρό της παραδοσιακά αναλογικής μαμάς. Χαρακτηριστική και η δήλωση της που ήθελε τα καλώδια της συσκευασίας απολύτως επαρκή για ποιοτικό ήχο εκτός από τις περιπτώσεις εκείνων που ήθελαν να πειραματισθούν.

Μπορεί επίσης να σας ενδιαφέρουν

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία χρήσης. Αποδοχή Περισσότερα