hxosplus.gr
H τεχνολογία του πολιτισμού

Dalesford Speakers: Μοναδική έρευνα για την ιστορία και το έργο της σπουδαίας Βρετανικής εταιρείας ηχείων που χάθηκε στην λήθη του χρόνου

Η Dalesford ήταν μία από τις πολλές μικρές Βρετανικές βιοτεχνίες κατασκευής ηχείων με έδρα την βόρεια Αγγλία, που αν και είχε μικρή διάρκεια ζωής της αναλογεί σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο στην Ιστορία του Hi-Fi, αφού κατάφερε να αφήσει το στίγμα της και μέσω πολλών άλλων κατασκευαστών ηχείων και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

ΚΕΙΜΕΝΟ-EΡΕΥΝΑ: MIXAΛΗΣ ΜΑΡΜΑΡΑΣ

Η έδρα και το εργοστάσιο της εταιρείας, που αρχικά ονομαζόταν “Dalesford Speakers Limited” και κατόπιν “Dalesford Loudspeakers Ltd”, βρισκόντουσαν στην οδό Upper Carr Lane & Hollin Park Mills, στην περιοχή του Calverley της πόλης Pudsey του Yorkshire.

Ο John Sugden με τους γιούς του Martin και Phillip, που είχαν ήδη εταιρεία με πρέσες εξώθησης χάλυβα και κατασκεύαζαν μεταξύ των άλλων και μεταλλικά σασί ηχείων, μετέτρεψαν το 1976 την εταιρεία τους σε εταιρεία κατασκευής αποκλειστικά μεγαφώνων Hi-Fi.

Εδώ ίσως είναι χρήσιμο να σημειώσουμε πως ο John Sugden δεν έχει καμία συγγενική σχέση με τον James Sugden, δημιουργό αρχικά της “Research Electronics”, κατόπιν της “J E Sugden & Co” (σήμερα “Sugden Audio”) και σχεδιαστή και κατασκευαστή του A21 (αρχικά σαν Richard Allan Α21 και κατόπιν σαν Sugden A21), δηλαδή πρώτου solid state ενισχυτή class Α.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από το όνομα της εταιρείας: γιατί “Dalesford”;

Στα αγγλικά dale σημαίνει κοιλάδα και οι κοιλάδες του Yorkshire είναι γνωστές στην Αγγλία για την ομορφιά τους. Ford ονομάζεται το σημείο (πέρασμα) από το οποίο μπορεί να περάσει κανείς ένα ποτάμι χωρίς την ύπαρξη γέφυρας.

To Calverley βρίσκεται δυτικά της πόλης Leeds και κείτεται μεταξύ του Yorkshire Dales National Park και του ποταμού Aire. Το όνομα λοιπόν Dalesford συνδύαζε την ομορφιά του τοπίου με το πέρασμα χωρίς μεγάλο κόστος στην άλλη όχθη του Hi-Fi.

Ο John Sugden με την Dalesford έκανε από την αρχή κίνηση ματ, πέτυχε με τη μία! Αυτή η επιτυχία ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο γεγονός ότι τα περισσότερα από τα μεγάφωνα της Dalesford προσομοίαζαν σε υπερθετικό βαθμό (ίσως δεν θα ήταν υπερβολή το 100%) προς τα μεγάφωνα της KEF, όχι όμως μόνο σε εμφάνιση, αλλά και στα τεχνικά τους χαρακτηριστικά και στην απόδοσή τους.

Μόνο τα tweeter της Dalesford δεν ακολουθούσαν το πρότυπο των tweeter της KEF, αλλά αυτό της Isophon με το KK10 και της Audax με τα HD9x9 και HD12x9 και εμφάνιζαν και αυτά εξίσου καλή απόδοση.

Όλα τα υπόλοιπα όμως (midrange, mid-woofer και woofer) ακολουθούσαν κατ’ απόλυτο τρόπο τα της KEF (με την εξαίρεση του εμβληματικού KEF Β139 που ουδέποτε εντάχθηκε στον κατάλογο της Dalesford μεγάφωνο αντίστοιχο προς αυτό) με υλικό κατασκευής του κώνου τους αποκλειστικά και μόνο το Bextrene.

Το Βextrene είναι παράγωγο πολυμερισμού και είναι ένα είδος πολυστυρένιου. Το πολυστυρένιο [ή πολυφαινυλαιθένιο ή Polystyrene (PS)] παράγεται από το μονομερές στυρένιο [C6H5CH=CH2]. Το στυρένιο με τη σειρά του (ή στυρόλιο ή αιθενυλοβενζόλιο ή βινυλοβενζόλιο ή φαινυλοαιθένιο ή φαινυλοαιθυλένιο) ανήκει στην οικογένεια των αρωματικών υδρογονανθράκων και το όνομά του προήλθε από το «styrax», το ρετσίνι δηλαδή, του Μαστιχόδεντρου της Ανατολίας (Liquidambar orientalis), από το οποίο αρχικά απομονώθηκε.

Το στυρένιο σε θερμοκρασία δωματίου είναι άχρωμο ελαιώδες υγρό, αλλά το πολυστυρένιο στις ίδιες συνθήκες είναι στερεό. Χαρακτηριστική του ιδιότητα είναι ότι όταν ζεσταθεί λιώνει, γίνεται δηλαδή εύπλαστο ρευστό και στερεοποιείται εκ νέου όταν κρυώσει. Αυτό μας επιτρέπει από τα επίπεδα φύλλα του bextrene με θερμοδιαμόρφωση να διαμορφώνουμε τους κώνους των μεγαφώνων.

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 το Bextrene ήταν της μόδας και χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα σαν υλικό κατασκευής κώνων, ενώ σήμερα πια θεωρείται ξεπερασμένο, αν και νεότερες εκδοχές και παραλλαγές του υλικού αυτού χρησιμοποιούνται και σήμερα από τους αναβιωτές των θρυλικών ηχείων BBC LS3/5a.

Στην Dalesford, λοιπόν, αρχικά κατασκεύαζαν μεγάφωνα κατ’ ευθείαν για λιανική πώληση σε ιδιώτες αγοραστές που τους άρεσε να ασχολούνται με την κατασκευή ηχείων δικής τους σχεδίασης, τα οποία όμως μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα -λόγω της εμφάνισής τους και λόγω της απόδοσής τους- απέκτησαν καλή φήμη που έφτασε μέχρι τους κατασκευαστές ηχείων.

Έτσι η εταιρεία μπήκε φουριόζα στο κλαμπ των κατασκευαστών ΟΕΜ μεγαφώνων και πολύ γρήγορα ο κύριος όγκος των εργασιών της Daseldorf έγινε η κατασκευή OEM μεγαφώνων για διάφορες εταιρείες κατασκευής ηχείων εντός και εκτός της Βρετανικής επικράτειας.

Τα μεγάφωνα της Dalesford χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα από πολλούς κατασκευαστές ηχείων με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο, πολλές φορές μάλιστα υπό το όνομα του συναρμολογητή των ηχείων και όχι το δικό τους.

Μεταξύ των εταιρειών που χρησιμοποιούσαν τα μεγάφωνα της Dalesford στην κατασκευή των ηχείων τους ήταν οι Βρετανικές: Tangent Acoustics, σχεδιαστής John Greenbank, Western Audio Research (WAR), Townshend Audio του Max Townshend, Swallow Acoustics του Michael Stevenson, RAM Speakers των V. Jennings & M. Therrien, όπου το RAM από τα αρχικά των λέξεων Reflex Acoustic Monitors, τίτλος που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε έτσι, κ.α.

Ειδικά η εταιρεία RAM Electronics τμήμα της οποίας ήταν η RAM Speakers που κατασκεύαζε τα ηχεία, αν και αρχικά χρησιμοποιούσε μονάδες SEAS και KEF, πολύ γρήγορα το γύρισε σε μονάδες της Dalesford με την οποία πέτυχε μεγάλες εκπτώσεις στην τιμή χονδρικής που έφτανε ακόμη και το -30% σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές της KEF (πχ. B200) και εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους πελάτες της Dalesford, καθώς διέθετε τα ηχεία που κατασκεύαζε σε περισσότερα από 400 σημεία πώλησης σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτή βέβαια η πίεση στις τιμές είχε τις επιπτώσεις της στους μη κρίσιμους ηχητικά τομείς των μονάδων που πήγαιναν στη RAM: Το σασί των μεγαφώνων ήταν πιο τραχύ και το τελικό φινίρισμα των μεταλλικών σασί ατελές (όχι απόλυτα λείο).

Ο Malcolm Jones της Falcon Acoustics που τότε είχε συνεργασία και με τις δύο εταιρείες προμηθεύοντάς τις crossover, θυμάται ότι στη γραμμή παραγωγής της RAM είχε δει τα χέρια των εργαζομένων που χειρίζονταν τα μεγάφωνα να έχουν σημάδια από κοψίματα λόγω του ατελούς φινιρίσματος του σασί των μεγαφώνων της Dalesford.

Η Dalesford όμως κατασκεύαζε κατά παραγγελία της RAM ειδικά τροποποιημένες και βελτιστοποιημένες παραλλαγές των μονάδων της για αποκλειστική χρήση από τη RAM και μόνο.

Έτσι όλα τα μεγάφωνα των ηχείων της RAM προέρχονταν απ’ την Dalesford, εκτός από τα tweeter, που είτε προέρχονταν απ’ την AUDAX είτε απ’ την SEAS.

Ήταν τέτοιου μεγέθους η εξάρτηση της RAM από την Dalesford, που έξι μήνες μετά το κλείσιμο της Dalesford, η RAM μη μπορώντας να αντικαταστήσει σχεδόν το σύνολο των μεγαφώνων των ηχείων της, οδηγήθηκε και αυτή στην αναστολή των εργασιών της και την ρευστοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων.

Αντίθετα, η Swallow Acoustics του Michael Stevenson, που είχε μόνο τέσσερα μοντέλα (CM70, CM100, RM100 & ASL1) στην γκάμα της αλλά πραγματοποιούσε εξαγωγές σε σημαντικό ποσοστό και στις ΗΠΑ, ζητούσε και έπαιρνε τις ελαφρώς βελτιωμένες παραλλαγές των ίδιων μεγαφώνων δηλαδή μεγάφωνα με τέλειο φινίρισμα, ανώτερης κατηγορίας χαρτί για τους κώνους των woofer, σε ορισμένες περιπτώσεις με μεγαλύτερο μαγνήτη για μεγαλύτερη αντοχή σε ισχύ και καλύτερης ποιότητας υλικό για τον θόλο των tweeter.

Τέτοιες βελτιωμένες παραλλαγές των μεγαφώνων της Dalesford, “export”, όπως τις ονόμαζε η εταιρεία, εισήγαγε και ο Irving M. Fried στις ΗΠΑ, ο οποίος μάλιστα μετονόμαζε τα μεγάφωνα σε Fried  (κρατώντας όμως τους κωδικούς της Dalesford) για τα ηχεία “πολυτελείας” που κατασκεύαζε και ονόμαζε  Fried και IMF.

Δεν έμειναν όμως μόνο σε αυτά στην Dalesford, καθώς βρισκόμαστε στην εποχή που οι ιδιοκατασκευές, το DIY, είναι στο φόρτε του και πολλές εταιρείες πωλούν έτοιμα σετ μεγαφώνων για την κατασκευή ηχείων από τον αγοραστή.

Και που θα απευθύνονταν οι εταιρείες για να δημιουργήσουν τα σετ μεγαφώνων παρά στους κατασκευαστές μεγαφώνων. Έτσι η Dalesdorf έγινε ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές μεγαφώνων των εταιρειών έτοιμων κιτ.

Επιπλέον η Dalesford αφού ήλθε σε συμφωνία με την Falcon Acoustics για την κατασκευή από αυτήν των απαραίτητων crossover, άρχισε να διαθέτει και κιτ κατασκευής ηχείων κάτω απ’ το δικό της όνομα.

Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η επιτυχία του εγχειρήματος αυτού, ώστε το 1977 κυκλοφόρησε στην αγορά μια έκδοση που ονομαζόταν “Dalesford Speaker Book” γραμμένη από κάποιον R.F.C. Stephens με προτεινόμενες σχεδιάσεις ηχείων που χρησιμοποιούσαν τα μεγάφωνα της Dalesford.

Η διαφορά στην ποιότητα κατασκευής των μεγαφώνων της Dalesford όπως την περιγράψαμε παραπάνω, χαμηλή και στάνταρ ποιότητα στην RAM (με δική της επιλογή) που είναι ο μεγάλος καταναλωτής μεγαφώνων Dalesford στην Αγγλία, φυσικά στάνταρ ποιότητα στα kit ηχείων για DIY και υψηλή ποιότητα κατασκευής ουσιαστικά μόνο για όσα μεγάφωνα εξάγονταν στις ΗΠΑ (όπου ουδέποτε εισήχθησαν μεγάφωνα της στάνταρ κατηγορίας), είχε σαν αποτέλεσμα τα προϊόντα της Dalesford να αποκτήσουν πολύ καλύτερη φήμη στις ΗΠΑ, από ότι στην πατρίδα τους.

Εκεί η Dalesford εθεωρείτο μάρκα χαμηλού κόστους, ή όπως την λένε οι Εγγλέζοι “budget brand”, παρότι οι τιμές που πουλιόνταν τα μεγάφωνά της ήταν ίδιες με αυτές των αντίστοιχων KEF.

Δείτε τις τιμές στη διαφήμιση της Wilmslow Audio στο περιοδικό Wireless Word τεύχος Ιουνίου 1978 και στο τεύχος του Αυγούστου του 1978: Στις 5” τα Dalesford D30/110 & KEF B110 πωλούνται στην ίδια τιμή (£10,95), όπως συμβαίνει και στις 8” όπου τα KEF B200 & Dalesford D50/200 πωλούνται και αυτά στην ίδια τιμή (£11,95).

Διαφορές στις τιμές των μεγαφώνων της Dalesford και της KEF θα παρατηρηθούν μετά το 1981, όταν η KEF ανέβασε τις τιμές της χωρίς να την ακολουθήσει η Dalesford.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η Dalesford είναι μια εταιρεία που κατασκευάζει και διαθέτει λιανικώς και χονδρικώς μεγάφωνα και το κάνει και με μεγάλη επιτυχία.

Για ποιο λόγο λοιπόν να αλλάξει το όνομά της από “Dalesford Speakers Limited” σε “Dalesford Loudspeakers Ltd”; Μα διότι αποφάσισε να φτιάξει τα δικά της ηχεία, χρησιμοποιώντας φυσικά τα δικά της μεγάφωνα (και crossover από την Falcon Acoustics).

Και αυτό της το εγχείρημα στέφθηκε επίσης από απόλυτη επιτυχία!

Το πλέον γνωστό δημιούργημα της Dalesford δεν είναι μεγάφωνο, αλλά ηχείο: Είναι το διάσημο και “επώνυμο” Dalesford D, ένα ολοκληρωμένο ηχείο βιβλιοθήκης.

Το Dalesford D είχε σχήμα D, όπου η επίπεδη πλευρά ήταν η πρόσοψη με τα μεγάφωνα, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ηχείου (κατασκευασμένο από πολυμερές έλασμα 40 στρωμάτων) είχε καμπυλωτό σχήμα ώστε τελικά το ηχείο κοιτώντας το από πάνω να έχει το σχήμα του ονόματός του: D.

Φυσικά οι πάνω και κάτω πλευρές του, ήταν ξύλινες σχήματος, τι άλλο, D.

Θεωρείται ότι την έμπνευση για το σχήμα του ηχείου την άντλησαν από το (κυλινδρικού σχήματος) Rogers JR149 του Jim Rogers, που είχε παρουσιαστεί ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς και η προστατευτική γρίλια του ηχείου D ήταν από αφρώδες υλικό παρόμοιου τύπου και εμφάνισης με αυτήν που αρχικά είχε το JR149.

Η όλη κατασκευή του ηχείου ήταν γεροδεμένη και ιδιαίτερα άκαμπτη.

Παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1978 και ήταν μια υλοποίηση σε σχεδίαση ακουστικής ανάρτησης, δύο δρόμων, δύο μεγαφώνων με midwoofer το Dalesford D50/153 διαμέτρου 6” και tweeter μαλακού θόλου 1” (25mm) το Dalesford D10, που δεν ήταν άλλο από το HD9x9 της AUDAX με θόλο από mylar (τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο).

Η συχνότητα αποκοπής του δεύτερης τάξης crossover του (που αποτελείτο από 8 στοιχεία) ήταν στα 3.500Hz, και η απόκριση συχνοτήτων του ηχείου δινόταν από τον κατασκευαστή 60Hz – 20.000Hz, ±3dB και 45Hz – 20.000Hz, ±4dB. H ονομαστική αντίσταση του ηχείου ήταν 8Ω, με ελάχιστη τιμή τα 5,5Ω στους 3.000 κύκλους και παρότι η ευαισθησία του ήταν 83dB/w/m, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η οδήγησή του.

Το ηχείο είχε ύψος 36cm, πλάτος 26,5cm, βάθος 22,7cm και βάρος σχεδόν 6,5 κιλά. Η μέγιστη απολαβή ισχύος ήταν 65W @ 1000Hz και η προτεινόμενη ισχύς για ενισχυτές που θα το οδηγούσαν ήταν από 20W έως 70W στο κανάλι. Αν και χαρακτηριζόταν ως ηχείο βιβλιοθήκης είχε καλύτερη απόδοση στον ελεύθερο χώρο, σαν ηχείο βάσης.

Το συγκεκριμένο ηχείο απέσπασε πολύ καλές κριτικές, το δε “Hi-Fi News & Record Review” στο συγκριτικό τεστ που το συμπεριέλαβε και δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου του 1980 το χαρακτήρισε: “excellent”, ενώ πολύ καλή κριτική πήρε και από το “HiFi for Pleasure” τον 10/81.

Τον Νοέμβριο του 1978 κυκλοφόρησε μία μεγαλύτερη έκδοση του ηχείου που ονομάστηκε D Major.

Το D Major έφερε το ίδια μεγάφωνα με την ίδια συχνότητα αποκοπής όπως το μοντέλο D, αλλά επιπλέον ήταν εφοδιασμένο με ένα δεύτερο D50/153 χωρίς όμως το μοτέρ του (χωρίς δηλαδή μαγνήτη) το οποίο εκτελούσε χρέη παθητικού ακτινοβολητή και αναβάθμιζε την απόδοση του ηχείου ως προς το χαμηλό.

Το ύψος του φυσικά ήταν μεγαλύτερο (58cm), όπως και το βάρος του (12.5Kgr), ενώ λόγω αυξημένου όγκου μπορούσε να διαχειριστεί και παραπάνω ισχύ (100W). Και τα δύο ηχεία της Dalesford ήταν πολύ καλά προϊόντα, καλοφτιαγμένα, με καλή απόδοση, με καταπληκτική εμφάνιση για την εποχή.

Οι τιμές τους ήταν για το μεν Daleford D στις 125 λίρες Αγγλίας, για το δε Daleford D Major κάπου στις 150 στερλίνες και αν θελήσουμε να τις ανάγουμε σε σημερινές τιμές με τις διαφοροποιήσεις της αξίας και τον πληθωρισμό των 45 χρόνων, θα πρέπει (αν δεν κάνω λάθος) να τα υπολογίζουμε στα 2.500 & 3.000 ευρώ το ζευγάρι αντίστοιχα.

Τα πάντα λοιπόν πηγαίνουν καλά, η εταιρεία μπαίνει στη νέα δεκαετία με την ορμή που της δίνει η αποδοχή από την αγορά και το καταναλωτικό κοινό και τη σιγουριά που της προσφέρει η κερδοφόρα λειτουργία.

Και όμως η Dalesford, δυστυχώς, δεν θα έφτανε ούτε μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’80, αφού πολύ σύντομα έμελλε να πέσουν οι τίτλοι του τέλους:

Η εταιρία διέκοψε οριστικά την παραγωγή και κάθε εμπορική της δραστηριότητα το 1983. Είναι ακριβώς η εποχή που οι περισσότερες μικρές Βρετανικές επιχειρήσεις εξαφανίζονται η μία μετά την άλλη απ’ το προσκήνιο.

Ο λόγος; Μα ποιος άλλος: η “Σιδηρά Κυρία”. Η Margaret Thatcher μετά την εκλογή της το 1979, με την σφικτή νομισματική της πολιτική, την αύξηση των επιτοκίων, την ενίσχυση της έμμεσης φορολογίας έναντι της άμεσης, την μείωση των κρατικών δαπανών κυρίως στην εκπαίδευση και την στέγαση επέφερε συρρίκνωση (ύφεση) της Βρετανικής οικονομίας και μείωση του ΑΕΠ, αλλά κατάφερε να διατηρήσει την αξία της στερλίνας σε υψηλά επίπεδα.

Το τίμημα όμως για τον Βρετανικό λαό και τις μικρές Βρετανικές επιχειρήσεις ήταν δυσανάλογα υψηλό: Η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 5% του 1979 στο σχεδόν 12% του 1983 (κάπου 3.600.000 άνεργοι) και σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των μικρών Βρετανικών επιχειρήσεων.

Ούτε η Dalesford γλύτωσε, ούτε και οι περισσότερες εταιρείες – πελάτες της επιβίωσαν, εκτός από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος που είχαν εξασφαλίσει πιστωτική γραμμή εκείνη την δύσκολη οικονομικά περίοδο για το νησί.

Το stock της εναπομείνασας OEM παραγωγής της Dalesford, το απέκτησε η Wilmslow Audio η οποία και το διέθεσε ως “Dalesford Constructor Series” (DCS), τα δε δικαιώματα του ονόματος φαίνεται να πέρασαν στα χέρια της Cambrigde Audio, η οποία αργότερα (τέλη ’80 / αρχές ’90) διέθετε στην αγορά των ΗΠΑ ηχεία Cambridge/Dalesford, τα οποία κατά βάση ήταν εξέλιξη των ηχείων που είχε εξάγει η Dalesford στις ΗΠΑ, μερικά χρόνια νωρίτερα.

Παρότι έχουν περάσει πια 40 χρόνια από τότε που η εταιρεία διέκοψε κάθε δραστηριότητα, ακόμη και σήμερα (κυρίως βέβαια στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στη Γαλλία) θα συναντήσει κανείς αγγελίες μουσικόφιλων που αναζητούν ή που διαθέτουν προς πώληση ένα από τα δύο αυτά ηχεία της Dalesford ή κάποια από τα μεγάφωνά της!

Μιχάλης Μαρμαράς

Ο γράφων θέλει να εκφράσει τις ευχαριστίες του προς τoν Jerry Bloomfield και τον Malcolm Jones της Falcon Acoustics, τον Colin Shelbourn της EJ Jordan, τον Neil της Wilmslow Audio και τον Paul Whatton για τις πληροφορίες που μοιράστηκαν μαζί του και το πολύτιμο υλικό που του έστειλαν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μπορεί επίσης να σας ενδιαφέρουν

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία χρήσης. Αποδοχή Περισσότερα