Του Μιχάλη Μαρμαρά
Μόλις πήρατε τα καινούργια σας ηχεία και με γεια σας. Τα βγάλατε από τα κουτιά τους και τα τοποθετήσατε στη θέση τους. Τα συνδέσατε με το ηχοσύστημά σας και τα βάλατε να παίξουν. Τέλεια!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΤETAΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Δεν χορταίνετε να τα βλέπετε (και να τα ακούτε, και να τα ακούτε). Η καμπίνα τους με το άψογο φινίρισμα σας έχει κερδίσει, ενώ σας έχει εντυπωσιάσει ο τρόπος με τον οποίο τα μεγάφωνά τους αναπαράγουν τις αγαπημένες σας μελωδίες. Όμως για σταθείτε.
Τα ηχεία δεν είναι μόνο μεγάφωνα και καμπίνα, έχουν και κάτι άλλα ηλεκτρονικά εξαρτήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους σε ένα κύκλωμα, μέσα στην καμπίνα, από τα οποία μάλιστα περνά ο ήχος, όσο είναι ακόμη εναλλασσόμενο ρεύμα, πριν καν φτάσει στα μεγάφωνα που θα τον μετατρέψουν σε μηχανική κίνηση μέσω των κώνων ή των θόλων τους, που με τη σειρά τους, από την παλινδρομική τους κίνηση, θα δημιουργήσουν πυκνώματα και αραιώματα στον αέρα που είναι μπροστά τους (και πίσω τους) που αποτελούν τη μορφή της διέγερσης που αντιλαμβάνονται τα αυτιά μας σαν ήχο: τα πυκνώματα και αραιώματα του αέρα (διαμήκη κύματα).
Αυτά λοιπόν τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα αποτελούν το κροσόβερ του ηχείου ή όπως το λένε στα ελληνικά οι επαΐοντες: το δικτύωμα διαχωρισμού συχνοτήτων.
Γιατί όμως χρειάζεται κάτι τέτοιο;
Όπως έχουμε παρατηρήσει η συντριπτική πλειονότητα των ηχείων της αγοράς φέρει δύο ή τρία ή και περισσότερα μεγάφωνα και δεν αρκείται μόνο σε ένα, διότι κανένα μεγάφωνο δεν είναι σε θέση να αποδώσει εξίσου σωστά ολόκληρο το (ακουστό από το ανθρώπινο αυτί) ηχητικό φάσμα.
Τα μεγάφωνα ανάλογα τον τύπο τους και την κατασκευή τους, αποδίδουν ένα μέρος μόνο του ηχητικού φάσματος, μια συγκεκριμένη μόνο περιοχή συχνοτήτων και αυτήν ακόμη όχι εξίσου καλά και απαραμόρφωτα στο σύνολό της.
Έτσι λοιπόν ο σχεδιαστής του ηχείου καλείται να φροντίσει να φτάσει προς αναπαραγωγή σε κάθε μεγάφωνο μια συγκεκριμένη περιοχή συχνοτήτων, ώστε αφ’ ενός να έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα από πλευράς ηχητικής απόδοσης, αφ’ ετέρου να το προστατεύσει από τον ενδεχόμενο κίνδυνο καταστροφής του σε περίπτωση που κληθεί να αναπαράξει συχνότητες που βρίσκονται έξω από τα όρια που προβλέπονται από την κατασκευή του.
Για να το κάνει αυτό χρειάζεται ένα κύκλωμα το οποίο να διαχωρίζει κατάλληλα τον ήχο και να στέλνει σε κάθε ένα μεγάφωνο τις προβλεπόμενες για αυτό συχνότητες, αποκλείοντας όλες τις υπόλοιπες.
Το κύκλωμα λοιπόν αυτό είναι το crossover, που αναφέραμε παραπάνω και τα υλικά από τα οποία αποτελείται είναι τριών τύπων: πηνία, πυκνωτές και αντιστάσεις.
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτά τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα είναι παθητικά (όπως ακριβώς και τα μεγάφωνα των ηχείων μέσα στα οποία βρίσκονται), δηλαδή δεν έχουν ανάγκη τροφοδοσίας με ρεύμα (άρα δεν χρειάζονται τροφοδοτικό) για να λειτουργήσουν: Μόλις δεχθούν σήμα στην είσοδο, ανταποκρίνονται.
Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή και ας τα δούμε ένα – ένα.
A) Πηνίο ή επαγωγέας (coil or inductor)
Το πηνίο είναι ένα σφικτό συρμάτινο τύλιγμα που έχει την ιδιότητα (που ονομάζεται επαγωγή) να αναπτύσσει μαγνητικό πεδίο στο εσωτερικό του όταν διαρρέεται από ρεύμα και με τον τρόπο αυτό να αντιτίθεται στις αλλαγές του ηλεκτρικού ρεύματος που ρέει μέσω αυτού.
Εσωτερικά μπορεί να είναι “κενό” (air core) ή να περιέχει κάποιον πυρήνα από σιδηρομαγνητικό υλικό (iron core).
Χαρακτηριστικό μέγεθος του πηνίου είναι ο συντελεστής αυτεπαγωγής (σύμβολο L) και μετριέται σε Ανρί (Henry) προς τιμήν του Αμερικανού φυσικού Τζόζεφ Χένρι (Joseph Henry) που ήδη από το 1823 μελέτησε το φαινόμενο της αυτεπαγωγής και τα πηνία.
Η συνήθης μονάδα μέτρησης των πηνίων είναι το milliHenry (mH), δηλαδή το ένα χιλιοστό (1/1000 ή 0,001) του H.
Τα πηνία είναι πλήρως αγώγιμα για το συνεχές ρεύμα, αλλά παρουσιάζουν σύνθετη αντίσταση στο εναλλασσόμενο που αυξάνει όσο αυξάνεται η συχνότητα του εναλλασσόμενου ρεύματος.
Η ηλεκτρική αυτή συμπεριφορά, η αντίδραση δηλαδή που παρουσιάζει ένα ηλεκτρικό στοιχείο ενός κυκλώματος στο ρεύμα που το διαρρέει εξαιτίας της μεταβολής του ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου στα άκρα του ονομάζεται reactance ή άεργη αντίσταση (διότι δεν καταναλώνει ενέργεια).
Επειδή λοιπόν η άεργη αντίσταση σε ένα πηνίο αυξάνει όσο αυξάνεται η συχνότητα, με αποτέλεσμα να επιτρέπει την διέλευση των ρευμάτων χαμηλών συχνοτήτων (και των συνεχών φυσικά) αλλά να αποκόπτει τα ρεύματα υψηλότερων συχνοτήτων, το κάνει ιδανικό ως ηλεκτρονικό φίλτρο αποκοπής των ήχων που έχουν υψηλή συχνότητα.
Β) Πυκνωτής (capacitor)
Ο πυκνωτής στην απλούστερη του μορφή αποτελείται από δύο γειτονικούς αγωγούς ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλεται μονωτικό υλικό. Το μονωτικό μπορεί να είναι αέρας, πλαστικό, ηλεκτρολύτης, μίκα (μαρμαρυγία), κ.λπ. Οι δύο αγωγοί ονομάζονται οπλισμοί, ενώ το παρεμβαλλόμενο υλικό διηλεκτρικό.
Βασικό χαρακτηριστικό του είναι η ιδιότητά του να αποθηκεύει ηλεκτρικό φορτίο, δηλαδή ηλεκτρική ενέργεια. Όταν ένας πυκνωτής είναι φορτισμένος, οι οπλισμοί του έχουν ηλεκτρικά φορτία κατά μέτρο ίσα και αντίθετα (+ & -).
Το φορτίο του θετικά φορτισμένου οπλισμού, ονομάζεται φορτίο του πυκνωτή, ενώ μεταξύ των οπλισμών του φορτισμένου πυκνωτή αναπτύσσεται διαφορά δυναμικού, η οποία αποτελεί την τάση του πυκνωτή.
Αλλάζοντας την τάση που εφαρμόζουμε στον πυκνωτή, αλλάζει και το ποσό του φορτίου που αποθηκεύεται στον πυκνωτή, το πηλίκο όμως του φορτίου προς την τάση παραμένει σταθερό και ονομάζεται χωρητικότητα (Capacity) του πυκνωτή (σύμβολο C).
Οι πυκνωτές που χρησιμοποιούμε στα crossover έχουν κυλινδρική μορφή με εσωτερικούς εξαιρετικά λεπτούς και σφιχτά τυλιγμένους ηλεκτρικούς αγωγούς που χωρίζονται από κάποιο διηλεκτρικό.
Οι πυκνωτές δεν επιτρέπουν τη διέλευση σήματος συνεχούς ρεύματος (DC), αλλά επιτρέπουν τη διέλευση τάσης και σημάτων εναλλασσόμενου ρεύματος (AC) και παρουσιάζουν την ίδια ηλεκτρική συμπεριφορά (reactance ή άεργη αντίσταση) με τα πηνία, μόνο που εδώ αυξάνεται η αντίσταση στο ρεύμα όταν η συχνότητα μειώνεται (λόγω της χωρητικότητας των πυκνωτών) κάτι που τους κάνει ιδανικούς για χρήση ως ηλεκτρονικά φίλτρα αποκοπής χαμηλών συχνοτήτων.
Η χωρητικότητα των πυκνωτών μετριέται σε Farad (προς τιμήν του σχεδόν αυτοδίδακτου Άγγλου επιστήμονα Michael Faraday που ερεύνησε και το θέμα της χωρητικότητας), μονάδα η οποία είναι πολύ μεγάλη και σπάνια χρησιμοποιείται στην πράξη.
Τους πυκνωτές των crossover κατά κανόνα τους μετράμε με μικροφαράντ (γράφεται μF), μονάδα που ισούται με το ένα εκατομμυριοστό του Farad (1/1.000.000 ή 0,000001).
Σημαντικό: Η χωρητικότητα ενός πυκνωτή ΔΕΝ εξαρτάται από το φορτίο, ούτε από την τάση του, αλλά από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του και τη φύση του διηλεκτρικού του. Η χωρητικότητα του πυκνωτή είναι δεδομένη, ακόμα και στην περίπτωση που ο πυκνωτής είναι αφόρτιστος.
Ιστορική σημείωση: Ο πρώτος πυκνωτής παγκοσμίως κατασκευάστηκε στην Ολλανδία το 1745 στο Πανεπιστήμιο του Leiden.
Τύποι και είδη πυκνωτών.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι πυκνωτών: Ο σταθερός και ο μεταβλητός.
Στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνο ο πρώτος τύπος.
Εδώ λοιπόν ανάλογα με τον τρόπο και τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένοι διακρίνουμε τους πυκνωτές στα εξής είδη:
1) Ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές (Electrolytic capacitors)
Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές (συνήθως αλουμινίου) έχουν κυλινδρική μορφή και αποτελούνται από τυλιγμένες εναλλάξ λεπτές μεταλλικές λωρίδες, μια από αλουμίνιο για την άνοδο και μια από χαλκό για την κάθοδο, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται διηλεκτρικό. Βρίσκουν κατά κύριο λόγο εφαρμογή όπου υπάρχει ανάγκη μεγάλης χωρητικότητας.
Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές συνήθως έχουν πολικότητα, δηλαδή το ένα άκρο είναι το θετικό και το άλλο το αρνητικό (το αρνητικό έχει πιο μικρό μήκος) και χρησιμοποιούνται σε κυκλώματα συνεχούς ρεύματος, όπου λόγω της δυνατότητάς τους να αποθηκεύουν ηλεκτρικό φορτίο και να το αποδίδουν κατόπιν στο κύκλωμα κατά την αποφόρτισή τους, δρουν ουσιαστικά ως πηγές ρεύματος και σταθεροποίησης της τάσης και έτσι έχουν εξελιχθεί σε αναπόσπαστα στοιχεία κάθε σύγχρονου ηλεκτρονικού κυκλώματος και ιδιαίτερα των τροφοδοτικών.
Στην πράξη δηλαδή οι (πολωμένοι) ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές χρησιμοποιούνται κυρίως με προσανατολισμό τη διατήρηση της τάσης (της διαφοράς δυναμικού) στο αρχικό επίπεδο και ξοδεύουν την εντός τους αποθηκευμένη ενέργεια (αποφορτίζονται) προς αυτό.
Με την εφαρμογή τάσης όμως στα άκρα τους φορτίζονται εκ νέου (σχεδόν ακαριαία) και πάλι απ’ την αρχή. Αυτή η δυνατότητα περιορισμού στο ελάχιστο των διακυμάνσεων της τάσης σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα είναι ένας ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας παράγοντας για την ποιότητα του αποτελέσματος, σε οποιαδήποτε εφαρμογή ήχου.
Υπάρχουν όμως και μη πολωμένοι (ή διπολικοί) ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές (Non polar NP ή Bipolar BP) οι οποίοι επιτρέπουν τη διέλευση εναλλασσόμενου ρεύματος (AC) που είναι η μορφή που έχει ηλεκτρικά η μουσική και αυτοί ακριβώς είναι εκείνοι που αποτελούν το κέντρο του δικού μας ενδιαφέροντος, διότι αυτούς και μόνο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε ένα φίλτρο κάποιου crossover.
Οι πολωμένοι πυκνωτές δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν σε κύκλωμα εναλλασσόμενου ρεύματος όπως είναι η μουσική, διότι αφ’ ενός κακοποιούν τον ήχο, αφ’ ετέρου είναι βέβαιη η καταστροφή τους (ακόμη και με εκρηκτικό τρόπο).
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν έχουμε:
Σε όποιο τμήμα ηλεκτρικού κυκλώματος έχουμε ροή συνεχούς ρεύματος, έχουμε ανάγκη φιλτραρίσματος του ρεύματος με τη μορφή της σταθεροποίησης της τάσης, χρησιμοποιούμε πολωμένους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές. Στα τμήματα του κυκλώματος που περνά η μουσική (περνά δηλαδή εναλλασσόμενο ρεύμα) απαγορεύεται αυστηρώς και δια ροπάλου η παρουσία τους. Εκεί έχουν θέση μόνο οι διπολικοί ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές.
2. Πυκνωτές φιλμ (Film capacitors)
Οι πυκνωτές φιλμ χρησιμοποιούν υλικό λεπτής μεμβράνης (πλαστικό φιλμ) ως διηλεκτρικό για να διαχωρίσουν τις φορτισμένες πλάκες, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τους ηλεκτρολυτικούς, αντέχουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες, έχουν καλύτερη απόδοση σε εφαρμογές ήχου και φυσικά κοστίζουν περισσότερο.
Επιπλέον μπορούν να φτάσουν σε υψηλότερα όρια τάσης χωρίς να χρειάζεται να μεγαλώσουν τόσο σε διαστάσεις όσο οι ηλεκτρολυτικοί και βρίσκουν εκτεταμένη χρήση σε σχεδιάσεις συσκευών λυχνίας. Γενικά, οι πυκνωτές φιλμ δεν είναι πολωμένοι και αποτελούν τις καλύτερες επιλογές για χρήση σε εφαρμογές ήχου, εμφανίζοντας την μικρότερη (αρνητική) επίδραση στην ποιότητα του ηχητικού σήματος που διέρχεται μέσω αυτών.
Οι πυκνωτές φιλμ που χρησιμοποιούμε ως επί το πλείστον στα crossover είναι τύπου MKT και MKP.
Οι πυκνωτές τύπου MKT (ή πυκνωτές πολυεστέρα) είναι επιμεταλλωμένοι πυκνωτές πολυεστερικής ταινίας κατάλληλοι για θερμοκρασίες -55 έως +125°C, έχουν υψηλή αντίσταση μόνωσης και τάσεις συνήθως έως 630VDC.
Οι πυκνωτές τύπου MKP (ή πυκνωτές πολυπροπυλενίου) είναι επιμεταλλωμένοι πυκνωτές ταινίας πολυπροπυλενίου κατάλληλοι για θερμοκρασίες από -40 έως +85°C, έχουν μεγαλύτερη αντίσταση μόνωσης από τους πυκνωτές πολυεστέρα, και συνήθως κατασκευάζονται και αυτοί με αντοχή σε τάσεις 630VDC.
Και οι δύο τύποι σαν πυκνωτές ταινίας έχουν όπως είπαμε καλύτερη συμπεριφορά σε υψηλές θερμοκρασίες από τους πυκνωτές ηλεκτρολυτικού τύπου με τους τύπου MKT να υπερτερούν ελαφρώς αυτών του τύπου MKP στο συγκεκριμένο ζήτημα και τους MKP να υπερτερούν των MKT όπου εμπλέκονται πολύ υψηλές συχνότητες.
Σε κάθε περίπτωση με ένα πυκνωτή ταινίας (φιλμ) στο crossover του ηχείου μας θα ακούσουμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα από πλευράς ποιότητας ήχου από ότι με έναν ίδιας χωρητικότητας ηλεκτρολυτικό πυκνωτή, διαφορά που θα είναι από πολύ εμφανής έως εκκωφαντική σε ένα (ακόμη και μεσαίας ποιότητας) tweeter και λιγότερο εμφανής (αλλά υπαρκτή) σε ένα woofer / midwoofer.
Όσον αφορά το μεταξύ τους, στους πυκνωτές ταινίας γενικά, μπορούμε να πούμε ότι με τους πυκνωτές πολυπροπυλενίου (MKP) θα έχουμε (θα ακούσουμε) καλύτερα αποτελέσματα από τους πυκνωτές πολυεστέρα (MKT), αλλά τις όποιες διαφορές θα τις ακούσουμε μόνο αν η ποιότητα των μεγαφώνων του ηχείου μας, αλλά και των υπολοίπων μερών του όλου ηχητικού συστήματος, είναι αρκετά υψηλή, ώστε να μπορέσει να τις αναδείξει.
3. Κεραμικοί πυκνωτές (ceramic capacitors)
Οι κεραμικοί πυκνωτές συνήθως έχουν το σχήμα της φακής και το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι το διηλεκτρικό υλικό που χρησιμοποιείται σε αυτή την περίπτωση είναι κεραμικό.
Οι κεραμικοί πυκνωτές έχουν συμπαγή δομή και είναι πολύ φτηνοί σε κόστος κατασκευής, ενώ επιπλέον δεν έχουν πολικότητα, συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος, αλλά κατά κανόνα δεν χρησιμοποιούνται σε crossover διότι οι τιμές χωρητικότητάς τους είναι πολύ μικρές (της τάξης των picoFarad), που δεν φτάνουν για χρήση σε δικτυώματα συχνοτήτων, πέραν του ότι έχουν μικροφωνική επίδραση στα κυκλώματα που συμμετέχουν.
Γ) Αντιστάτης ή αντίσταση (Resistor)
Αντίσταση ενός αγωγού ονομάζουμε τη δυσκολία που συναντά το ηλεκτρικό ρεύμα, όταν διέρχεται μέσα απ’ αυτόν. Φυσικά κάθε αγωγός όποιας μορφής, σχήματος ή μεγέθους και αν είναι, εμφανίζει αντίσταση συνεπώς κάθε αγωγός είναι αντιστάτης.
Όμως κάποιοι αντιστάτες χρησιμοποιούνται ειδικά και αποκλειστικά για τον έλεγχο της ροής ρεύματος και αυτούς συνηθίζουμε να τους ονομάζουμε απλά “αντιστάσεις”.
Η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής αντίστασης είναι το Ωμ (ohm ή Ω), το οποίο πήρε την ονομασία αυτή προς τιμήν του σπουδαίου Γερμανού φυσικού Γεώργιου Ωμ (Georg Ohm) στον οποίο οφείλεται η ανακάλυψη το 1825 της σχέσης ανάμεσα στα τρία βασικά μεγέθη ενός ηλεκτρικού κυκλώματος συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος (τάση, ένταση και αντίσταση) και ονομάστηκε “Νόμος του Ωμ”:
“Η ένταση του ρεύματος που διαρρέει ένα κύκλωμα ισούται με το πηλίκο της διαίρεσης της τάσης που εφαρμόζεται στο κύκλωμα, προς την αντίσταση που εμφανίζει το κύκλωμα.“
Έτσι διατυπωμένος ο νόμος του Ωμ αναφέρεται σε αυτό που ονομάζουμε Ωμική αντίσταση.
Ειδικότερα: Ωμική ηλεκτρική αντίσταση είναι το μέγεθος με το οποίο προσμετράται η δυσχέρεια στην έλευση ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα υλικό, όταν το υλικό αυτό δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο σχήμα ή μορφή, που να προκαλεί την ανάπτυξη επιπλέον ηλεκτρικών ιδιοτήτων.
Όμως όταν ένα ηλεκτρικό στοιχείο ενός κυκλώματος παρουσιάζει αντίσταση στο ρεύμα που το διαρρέει εξαιτίας της μεταβολής του ηλεκτρικού ή μαγνητικού πεδίου στα άκρα του, τότε έχουμε το φαινόμενο της εμφάνισης άεργης αντίδρασης ή άεργης αντίστασης.
Ένας πυκνωτής για παράδειγμα παρουσιάζει πέραν της ωμικής αντίστασης και άεργη αντίδραση στο ρεύμα που το διαρρέει λόγω της χωρητικότητάς του και έτσι έχουμε το φαινόμενο της χωρητικής αντίστασης. Στην χωρητική αντίσταση έχουμε διαφορά φάσης 90 μοιρών μεταξύ τάσης και έντασης με προηγούμενη την ένταση.
Ένα πηνίο απ’ την άλλη παρουσιάζει πέραν της ωμικής αντίστασης και άεργη αντίδραση στο ρεύμα που το διαρρέει λόγω της μεταβολής του μαγνητικού πεδίου στο εσωτερικό του και έτσι έχουμε το φαινόμενο της επαγωγικής αντίστασης.
Στην επαγωγική αντίσταση έχουμε πάλι διαφορά φάσης 90 μοιρών μεταξύ τάσης και έντασης, αλλά αυτή τη φορά προηγείται η τάση.
Γιατί τα λέμε πάλι αυτά; Μα διότι όταν θα πάτε σε ένα ειδικό κατάστημα και θα αρχίσετε να ρωτάτε διάφορα για τα ηχεία που ενδιαφέρεστε ο πωλητής (αν είναι ενημερωμένος) θα σας μιλήσει για την «εμπέδηση» του ηχείου και αν δει ότι δεν καταλαβαίνετε θα σας πει «σύνθετη αντίσταση» (ή μπορεί και ονομαστική αντίσταση). Τι είναι αυτό;
Εμπέδηση (ή σύνθετη αντίσταση) είναι ένα ηλεκτρικό μέγεθος που αναφέρεται σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος.
Η εμπέδηση επεκτείνει την έννοια της αντίστασης και σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος όπου η τάση και η ένταση δεν είναι συμφασικά.
Σε κυκλώματα συνεχούς ρεύματος ταυτίζεται με την (ωμική) αντίσταση. Η εμπέδηση συμβολίζεται συνήθως με το γράμμα Ζ και μπορεί να είναι επαγωγική ή χωρητική ανάλογα με το αν έχουμε εν σειρά σύνδεση μίας ωμικής αντίστασης με ένα πηνίο ή ένα πυκνωτή αντίστοιχα.
Επειδή λοιπόν σε ένα ηχείο έχουμε την ταυτόχρονη εμφάνιση ωμικής, επαγωγικής και χωρητικής αντίστασης μιλάμε για τη σύνθετη αντίσταση του ηχείου ή αλλιώς για την εμπέδηση του ηχείου.
TIP για τους DIY:
Αν τα όσα αναφέραμε για τα είδη και τους τύπους των πυκνωτών και την επίδρασή τους στην ποιότητα του ηχητικού αποτελέσματος σας κάνουν να κοιτάξετε μέσα στα ηχεία σας για να δείτε τι πυκνωτές έχει βάλει ο κατασκευαστής, υπάρχει η πιθανότητα να ανακαλύψετε ότι αυτός ήταν μεγάλος τσιγκούνης (ιδιαίτερα αν πρόκειται για ιδιαίτερα χαμηλής τιμής ηχεία) και έχει χρησιμοποιήσει ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές ακόμη και για το tweeter του ηχείου σας.
Σε αυτή την περίπτωση αν αλλάξετε τον πυκνωτή αυτόν με έναν ας πούμε πολυπροπυλενίου, όσο χαμηλού κόστους και αν είναι το ηχείο, όσο ευτελούς αξίας και αν είναι το tweeter, η βελτίωση της απόδοσής του από την αλλαγή αυτή θα σας εκπλήξει ευχάριστα.
Υπάρχει όμως η πιθανότητα το πέρασμα από ηλεκτρολυτικό πυκνωτή σε πυκνωτή MKP να έχει σαν αποτέλεσμα ο ήχος του ηχείου να γίνει πιο λαμπρός. Και αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα της αυξημένης ανάλυσης του MKP αλλά της χαμηλότερη εσωτερικής αντί-στασης που παρουσιάζει ο MKP στις δεδομένες συχνό-τητες.
Ως εκ τούτου το tweeter θα αρχίσει να λειτουργεί σε λίγο υψηλότερες στάθμες από ότι πριν την αλλαγή του πυκνωτή. Αυτό σε ορισμένες περι-πτώσεις [ήδη τονισμένο (από την αρχική σχεδίαση του crossover) tweeter και το ηχείο σε θέση που οι πλαϊνοί τοίχοι να είναι πολύ κοντά] μπορεί να γίνει ελαφρώς ενοχλητικό.
Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα που προέκυψε διορθώνεται προσαρμόζοντας κατάλληλα (αυξάνοντας) την τιμή της ωμικής αντίστασης που βρίσκεται στο κύκλωμα του crossover πριν τον πυκνωτή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΤETAΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ