ΠΟΛΛΟΙ ΠΙΣΤΕYΟΥΝ ΟΤΙ Η ΚΑΛΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ LG ΕΙΝΑΙ Η «C». ΛΑΘΟΣ. Η ΣΕΙΡΑ «G» ΕΧΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ.
KEIMENO: ΦΩΤΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ
Σκληρή χρονιά για τις OLED τηλεοράσεις το 2022, αφού πια υπάρχει ο ανταγωνιστικός παράγοντας Samsung στην αγορά. Αυτό, όμως, δεν τρομάζει την LG που εδώ και χρόνια έχει κατορθώσει να ένα χτίσει ένα συμπαγές κομμάτι στην high-end αγορά της εικόνας με τις περίφημες OLED τηλεοράσεις της.
Eιδικά με το νέο μοντέλο «G2 55G26LA», που δοκιμάζουμε εδώ, θέλει να συνεχίσει την παράδοση και φέτος. Η νέα G2 είναι πιο κόμπακτ, πιο ολοκληρωμένη και πιο σίγουρη για την αποστολή της, στοιχεία που τα οφείλει στο νέο πάνελ που χρησιμοποιεί. Δοκιμάσαμε την 55 ιντσών που «φοράει» το πιο εξελιγμένο OLED πάνελ τεχνολογίας W-OLED της LG Display.
Είναι το OLED-EX που βασίζεται σε ενώσεις δευτερίου (γνωστό και ως βαρύ υδρογόνο) που εκπέμπουν ισχυρότερο φως, αφού το ζητούμενο στις OLED είναι η φωτεινότητα. Το ίδιο πάνελ χρησιμοποιεί και η Philips στις νέες της τηλεοράσεις, όπως και μερικοί άλλοι κατασκευαστές που δεν το αναφέρουν.
Η LG, όμως, φέτος στην G2 δεν περιορίστηκε απλά και μόνο στην τοποθέτηση του πάνελ στο σασί της τηλεόρασης. Εφάρμοσε ένα ειδικό σύστημα απαγωγής της θερμότητας, μιας λύσης που χρησιμοποιείται ήδη από άλλους κατασκευαστές όπως για παράδειγμα η Panasonic, η οποία κατάφερε χάρη σε αυτή την τεχνική να αυξήσει περεταίρω τα επίπεδα της φωτεινότητας σε σχέση με αυτά που είναι ικανό να αποδώσει το πάνελ από μόνο του.
Το σύστημα αυτό η LG το ονομάζει «Brightness Booster Max». Επίσης, κάτι παρόμοιο έγινε στη σειρά C2, αν και η αύξηση της φωτεινότητας σ’ αυτήν είναι λιγότερο έντονη γι’ αυτό το σύστημα ονομάζεται απλά «Brightness Booster» χωρίς Μax. Στην κλασική 2ετή εγγύηση που καλύπτει τα ανταλλακτικά και την εργασία, η LG φέτος προσθέτει άλλα τρία χρόνια κάλυψης για το πάνελ, κάτι που δηλώνει σιγουριά… ειδικά για το burn-in .
Ο συνδυασμός του νέου πάνελ OLED-ΕΧ και της καλύτερης ψύξης προσφέρει στο G2 μέγιστη φωτεινότητα στα 939 nits σε παράθυρο 10% και 185 nits σε πλήρες λευκό πεδίο. Οι τιμές αυτές κάνουν την G2 να είναι αρκετά πιο φωτεινή από την G1 που ήταν κοντά στα 800 nits.
Παρά την υψηλότερη φωτεινότητα, το βάρος της συσκευής έχει μειωθεί από 22 κιλά του προηγούμενου μοντέλου σε λίγο πιο πάνω από τα 17 κιλά, κάτι που οφείλεται στο OLED-EX πάνελ που κατασκευαστικά είναι πιο λεπτό σε πάχος και έχει πιο μικρό bezel. Η σειρά G2 σχηματίζεται από τέσσερα μεγέθη, στις 55, 65, 77 και 83 ίντσες, ενώ η LG ετοιμάζει και G2 στις 97 ίντσες. Όσοι διαβάζουν τις δοκιμές τηλεοράσεων στο περιοδικό θα γνωρίζουν ότι η σειρά G δεν είναι σχεδιασμένη για τοποθέτηση σε τραπέζι αλλά για τον τοίχο.
Στην συσκευασία υπάρχει μόνο μια βάση τοίχου, η οποία είναι εξαιρετικής αντοχής και κομψότητας. Η μια πλευρά της βάσης βιδώνει στον τοίχο, παρέχονται ούπα και βίδες, η άλλη «χώνεται» σε ειδική φωλιά στην πλάτη της τηλεόρασης. Έτσι η G2 «κολλά» κυριολεκτικά στον τοίχο μας. Εξ ου και η δεύτερη ονομασία της «Gallery Edition», ένα κάδρο στον τοίχο δηλαδή.
Επομένως όταν αγοράσετε την τηλεόραση μην περιμένετε να την απολαύσετε αμέσως, θέλει εγκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση η LG κυκλοφορεί προαιρετική επιτραπέζια αλλά και επιδαπέδια βάση για την G2. Με την πρώτη ματιά η G2 δεν διαφέρει κατασκευαστικά από την G1, αλλά παρατηρώντας την με προσοχή ανακαλύπτεις ότι οι γωνίες της έγιναν πιο ορθές (από στρογγυλεμένες) όπως και το bezel πιο μικρό. Εκτός από το νέο πιο φωτεινό πάνελ, άλλες εξελίξεις αφορούν τον επεξεργαστή α9, που έφτασε εδώ στην 5η γενιά.
Επομένως, βρίσκουμε τις λειτουργίες που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), που εφαρμόζεται τόσο σε εικόνες όσο και σε ήχο. Η υπολογιστική ισχύς που προσεφέρει ο επεξεργαστής επέτρεψε επίσης την υλοποίηση του «Dolby Vision IQ with Precision Detail», μια τεχνολογία που αναπτύχθηκε από την Dolby για να αυξήσει περαιτέρω την ποιότητα απόδοσης του Dolby Vision, σε συνδυασμό με το Dolby Vision IQ και τον σχετικό αισθητήρα φωτεινότητας, όσον αφορά τη λεπτομέρεια και την αντίθεση με την παρουσία πολύ φωτεινών και πολύ σκοτεινών περιοχών στο ίδιο καρέ.
Το Dolby Vision ΙQ Precision Detail είναι μια προαιρετική λειτουργία που ενεργοποιείται από το μενού ρυθμίσεων εικόνας. Ως συνήθως οι αλγόριθμοι για το upscaling έχουν βελτιστοποιηθεί και αυτοί, καθώς επίσης η λειτουργικότητα της χαρτογράφησης των τόνων (AI Dynamic Tone Mapping Pro) που δεν περιορίζεται πλέον σε μία μόνο καμπύλη, υπολογίζοντας τις διάφορες περιοχές ενός καρέ, αλλά αναλύοντας τις παραμέτρους σε 5000 περιοχές σ’ όλη την εικόνα.
Στο gaming και οι 4 ΗDMI υποστηρίζουν 120Hz/4K με VRR και, Dolby Vision for Gaming σε 4K, ενώ δίνει το παρόν και το ειδικό μενού Game Optimizer που παρουσιάστηκε πέρυσι. Εδώ βρίσκουμε μια νέα λειτουργία που ονομάζεται Dark Room, η οποία «φανερώνει» στοιχεία περιεχομένου σε σκοτεινά περιβάλλοντα ώστε να βλέπουμε αν… κρύβετε εχθρός.
Μετρήσαμε καθυστέρηση εισόδου 13,1msec που με σήμα 4Κ πέφτει πολύ κάτω από τα 10msec. Το λειτουργικό σύστημα είναι το γνωστό WebOS που πια ονομάζεται «WebOS 22» και όχι «WebOS 7.0», όπως θα περιμέναμε.
ΒΙΡΤΟΥΟΖΟΣ DOLBY VISION
Εμφανισιακά δεν έχει υποστεί καμία αλλαγή αλλά προσφέρει διάφορες νέες λειτουργίες με πιο σημαντική την δυνατότητα διαχείρισης 10 διαφορετικών προφίλ, ώστε κάθε μέλος της οικογένειας να έχει το δικό του περιβάλλον χρήσης. Επίσης, νέο είναι μια εξελιγμένη Picture in Picture λειτουργία που επιτρέπει την ταυτόχρονη προβολή δύο εφαρμογών ή δύο διαφορετικών περιεχομένων. Ακόμη υπάρχει η λειτουργία Always Ready για άμεση εκκίνηση.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το WebOS είναι ίσως το πιο εύχρηστο λειτουργικό σύστημα τηλεόρασης, μόλις έρθετε σε επαφή μαζί του θα εκτιμήσετε την σταθερότητα του και τον εθιστικό χαρακτήρα που έχει. Βέβαια το WebOS δεν θα ήταν τίποτε χωρίς το τηλεχειριστήριο Magic Remote, ένα είδος ασύρματου ποντικιού, εξαιρετικά όπου σημαδεύουμε και με «κλικ» ανοίγουμε εφαρμογές και μενού.
Το τμήμα του ήχου είναι 4.2 καναλιών με δυνατότητα upmix 7.1.2 εικονικών Dolby Atmos καναλιών, o ήχος της είναι σαφής, αναλυτικός και ανεβάζει ένταση, τα χαμηλά θέλουν λίγη υποβοήθηση, ενώ σε Dolby Atmos στέκετε παλικαρίσια. Eξακολουθεί να είναι εξοπλισμένη με WiSA, αλλά εκεί που η G1 πρόσφερε WiSA 5.1, η G2 περιορίζεστε στα 2.1. Στο τμήμα του δέκτη δεν έχουμε PVR, δηλαδή δυνατότητα εγγραφή ή παύση μιας τηλεοπτικής εκπομπής, χρησιμοποιώντας USB ή σκληρό δίσκο ως μέσο αποθήκευσης.
Δεν γνωρίζουμε τον λόγο, αλλά η δυνατότητα αυτή είναι παρούσα σχεδόν σ΄ τις τηλεοράσεις της αγοράς. Πάντως η λήψη του επίγειου ψηφιακού δέκτη είναι εξαιρετική, το περιεχόμενο αποδίδονται με ακρίβεια και σταθερότητα, καθώς και με άψογο uspscaling. Έχοντας δοκιμάσει την GX, την G1 και τώρα την G2, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η σειρά αυτή της LG μεγαλουργεί εδώ,έχει οπτικά σωστή απόδοση, υψηλότερη φωτεινότητα, διαφάνεια και -κάτι που μας αρέσει- ταχύτητα στις επιλογές μας.
Ακόμη και με τις προεπιλεγμένες ρυθμίσεις η G2 είναι μια κορυφαία τηλεόραση, επιπέδου ναυαρχίδας. Η αντίθεση της τηλεόρασης, ειδικά όταν παίζει σε σκοτεινό χώρο, είναι αποκάλυψη. Είναι δύσκολο να βρεις κάποιο σημαντικό αρνητικό στοιχείο σ’ αυτό το μοντέλο. Σημαντικός παράγοντας σημειώνουμε είναι η μεγαλύτερη φωτεινότητα της εικόνας σε σχέση με πέρυσι.
Η LG εξακολουθεί να μην υποστηρίζει HDR10+, αλλά εμμένει στα HDR10, HLG και Dolby Vision IQ. Η εικόνα της αποφεύγει άριστα τα οδοντωτά περιγράμματα (πριονάκι) όταν προέρχεται από κανάλια. Αφαιρεί πολύ καλά τον θόρυβο, τόσο τυχαίο θόρυβο όσο και θόρυβο συμπίεσης και το upscaling έχει βελτιωθεί ακόμη περισσότερο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η G2 δεν είναι πλέον εξοπλισμένη με τεχνολογία εισαγωγής μαύρων πλαισίων για αυτό έχει εξαφανιστεί η επιλογή OLED Motion Pro, υπάρχει μόνο η OLED Motion που παράγει πολύ ορατό τρεμόπαιγμα, κάτι κουραστικό για τα μάτια.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η G2 δεν έχει εξαιρετική ευκρίνεια κίνησης, όπως σχεδόν όλες οι τηλεοράσεις OLED. Παίζοντας, προσεκτικά χωρίς να εισαχθούν artifacts, με το TruMotion μπορείτε να την φέρετε. Το μεγάλο της ατού, βέβαια, είναι η βελτιωμένη δυναμική χαρτογράφηση των τόνων που εφαρμόζει με αποτέλεσμα περισσότερες λεπτομέρειες, αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετική αντιστοίχιση τόνου σε διαφορετικά σημεία της εικόνας.
Δηλαδή λαμβάνουμε εξαιρετικές λεπτομέρειες στα μαύρα και στα λευκά, όπως και πιο πλούσια αναπαραγωγή χρωμάτων. Η G2, επίσης έχει εξαιρετική γωνία θέασης και καλές αντι-ανακλαστικές ιδιότητες, χωρίς ωστόσο να ξεπερνάει άλλες τηλεοράσεις του είδους.
Είναι δεδομένο ότι δεν μπορείς να βρεις αρνητικά στοιχεία στην G2, συνδυάζει υπέροχα νέο πάνελ, γρήγορο επεξεργαστή και ώριμο λογισμικό. Σίγουρα είναι μια high-end τηλεόραση με πλούσια χρώματα, εξαιρετικές επιδόσεις στο Dolby Vision και λίγο πιο φωτεινότερη από πέρυσι. Όποιος την επιλέξει σίγουρα θα την κατευχαριστηθεί.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΕΙΔΟΣ: Τηλεόραση OLED 55 ιντσών 4Κ/UHD
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: WebOS v7.0
ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ: 4xHDMI (με eARC), 3xUSB 2.0, 1xΨηφιακή Οπτική έξοδος, 1xCI, 1xEthernet, 3xRF (RF, 2xSat), Bluetooth 5.0 ήχος.
AΛΛΑ: AI Dynamic Tone Mapping Pro, Gaming δυνατότητες, Dolby Vision IQ with Precision Detail, βάση τοίχου
ΗΧΟΣ: 4.2 κανάλια, συνολικά 60W (20W το γούφερ και από 10W το κάθε κανάλι), Dolby Atmos, ασύρματη υποστήριξη WiSΑ 2.1, AirPlay
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (ΠxΥxΒ): 1222x 757 x 245 χλστ. (με βάση)
ΒΑΡΟΣ: 21,3 κιλά (με βάση)
ΣΧΟΛΙΟ
Σχεδιασμός που συναρπάζει, εικόνα που συνεχώς κατακτά υψηλότερα επίπεδα και δικτυακές δυνατότητες που καλύπτουν κάθε ανάγκη ενός σύγχρονου σπιτιού.
Tιμή: € 2.099